Το Παλάτι,

ο Ιππόδρομος

και οι Δήμοι

Το παλάτι είναι ο τόπος διαμονής του αυτοκράτορα, αλλά και το κέντρο διοίκησης της αυτοκρατορίας. Ο ιππόδρομος είναι ο χώρος έκφρασης και ψυχαγωγίας του λαού. Τα σωματεία των Δήμων οργανώνουν τους αγώνες που γίνονται εκεί.

 

 

 

 

 

Tο σημαντικότερο από τα έργα του Κωνσταντίνου στη νέα πρωτεύουσα ήταν το Ιερόν Παλάτιον.

330

Το Παλάτι

  • Κτίσματα και λειτουργίες
  • Άλλοι χώροι

Ο Ιππόδρομος

  • Το σχέδιό του
  • Ιπποδρομίες και άλλες εκδηλώσεις

Οι Δήμοι

  • Η οργάνωση και ο ρόλος τους
  • Οι σχέσεις μεταξύ τους

Ιερόν ή Μέγα Παλάτιον

Το Ιερόν ή Μέγα Παλάτιον βρισκόταν στην πρώτη ρεγιώνα της Κωνσταντινούπολης, περιλαμβάνοντας την έκταση του πρώτου λόφου μέχρι τη θάλασσα. Στην περιοχή αυτή βρίσκονταν επίσης διάφορα μέγαρα ευγενών και πριγκιπισσών. Το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν ένα κτήριο αλλά συγκρότημα κτηρίων, αποτελούμενο από πολλά οικοδομήματα.

Κάτοψη Ιερού Παλατίου

Ιερόν Παλάτιον

Η Χαλκή Πύλη, με την ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού Χαλκίτη, όπως αποκαταστάθηκε μετά την περίοδο της Εικονομαχίας. Πίσω αριστερά, διακρίνεται το μικρό παρεκκλήσιο του Χριστού Χαλκίτη (αναπαράσταση Antoine Helbert).

Χαλκή Πύλη

Η επίσημη είσοδος στο Μεγάλο Παλάτιο ήταν η Χαλκή Πύλη. Το όνομα οφειλόταν πιθανότατα είτε στη χάλκινη επένδυση της οροφής της, είτε στους χάλκινους άξονες περιστροφής των θυρών της. Μια στοά -που δεν σώζεται σήμερα- συνέδεε τη Χαλκή Πύλη με το Αγίασμα στον περιβάλλοντα χώρο της Αγίας Σοφίας. Πάνω από τη θύρα της Χαλκής Πύλης υπήρχε η περίφημη εικόνα του Χριστού Χαλκίτη. Η Χαλκή συνδέεται με σημαίνοντα γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας: κήρυξη πολέμων, αυτοκρατορικές τελετές θριάμβου μετά από στρατιωτικές νίκες, πένθιμες λιτανείες αυτοκρατορικών λειψάνων στο πλαίσιο επικηδείων πομπών, δημόσια προσκύνηση της εικόνας του Χριστού Χαλκίτη πριν από την είσοδο του αυτοκράτορα στο Ιερό Παλάτιον. Η πύλη κτίστηκε επί βασιλείας Αναστασίου Α’ (491-518). Ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός προσάρτησε στη Χαλκή ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Χριστό Χαλκίτη. Σε αυτό το παρεκκλήσιο τάφηκε (το 972) ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α’ Τσιμισκής.

Παλάτι της Μαγναύρας

Το ανάκτορο της Μαγναύρας (αριστερά) και η Χαλκή Πύλη (δεξιά) (αναπαράσταση Antoine Helbert).

Σε αυτό το βόρειο τμήμα του παλατιού, πλάι στη Χαλκή Πύλη και στο παρεκκλήσιο του Χριστού Χαλκίτη, βρισκόταν και η περίφημη Μαγναύρα. Αρχικά φαίνεται ότι η Μαγναύρα ήταν αίθουσα ακροάσεων του μαγίστρου των βασιλικών οφφικίων, δηλαδή του επικεφαλής της αυτοκρατορικής διοίκησης. Η Μαγναύρα (η οποία φαίνεται ότι ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό, αφότου κάηκε στη Στάση του Νίκα) θεωρείται ότι ανεγέρθηκε εκ νέου από τον Ηράκλειο, πιθανόν μετά τη νίκη του επί των Περσών και την επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στην Ιερουσαλήμ το έτος 630· πιθανόν, λοιπόν, ο αυτοκράτορας μετέτρεψε την πρώην αίθουσα υποδοχής του μαγίστρου σε ένα νέο χώρο ακροάσεων των αυτοκρατόρων. Πάντως, κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο δεν είχε μόνο αυτήν τη λειτουργία, αλλά εξυπηρετούσε περισσότερους σκοπούς: εκεί πραγματοποιούνταν δικαστικές ακροάσεις, συνέρχονταν εκκλησιαστικές σύνοδοι, ενώ υπήρξε έδρα πανεπιστημίου (του Πανδιδακτηρίου), χώρος όπου οι αυτοκράτορες απηύθυναν στο λαό ομιλίες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή κλπ.

Ο θρόνος του αυτοκράτορα, που υπήρχε στη Μαγναύρα, υψωνόταν στην οροφή της αίθουσας κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ενώ ταυτόχρονα έπαιζαν εκκλησιαστικά όργανα, μηχανικά λιοντάρια παρήγαν βρυχηθμούς και πουλιά σε ασημένια δέντρα και πάνω στο θρόνο κελαηδούσαν αρμονικά. Πολυάριθμοι πολύτιμοι πολυέλαιοι κρέμονταν από αλυσίδες στην αίθουσα και η αυτοκρατορική φρουρά, που έστεκε δίπλα στο θρόνο, κρατούσε τα παραδοσιακά ρωμαϊκά σκήπτρα και άλλα εμβλήματα.

Στην αίθουσα της Μαγναύρας (αριστερά) οδηγούσε μια υπόστυλη αυλή, το αναδενδράδιον, που ήταν ένα είδος κήπου. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται το παρεκκλήσιο του Χριστού Χαλκίτη και η Χαλκή Πύλη (αναπαράσταση Antoine Helbert).

Δάφνη, το Ανάκτορο του Κωνσταντίνου

Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε ένα ανάκτορο δίπλα στον Ιππόδρομο. Το ανάκτορο αυτό περιλάμβανε αίθουσες υποδοχής και συνεστίασης, καθώς και ιδιωτικά διαμερίσματα. Αυτό το μνημειακό ανάκτορο του 4ου αιώνα ήταν γνωστό ως Δάφνη. Πριν από το ανάκτορο υπήρχε μια μεγάλη αυλή, ο Τριβουνάλιος.

Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών (αναπαράσταση Byzantium 1200).

Aπό την πλευρά του Τριβουναλίου, υπήρχε ένας διάδρομος, που συνέδεε δύο σημαντικές αίθουσες τελετών: το Τρίκλινο των 19 Ακκουβιτών και το Αυγουσταίο. Το Τρίκλινο των 19 Ακκουβιτών ήταν μια επιμήκης αίθουσα συνεστιάσεων με δεκαεννέα κόγχες, σε καθεμιά από τις οποίες βρισκόταν ένα ημικυκλικό θρανίο και ένα τραπέζι. Η δεύτερη αψιδωτή αίθουσα, το Αυγουσταίο, χρησίμευε ως αίθουσα θρόνου και στέψεων τον 4ο αιώνα. Στην αίθουσα αυτή εκτέθηκε για προσκύνηση, το 959, η σορός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Αψιδωτή Αίθουσα Μεγάλου Περιστύλιου

Οι επόμενοι αυτοκράτορες έκαναν διάφορες προσθήκες στο Μέγα Παλάτιον. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο ευρεία περίστυλη αυλή, η οποία οδηγούσε σε αψιδωτή αίθουσα. Στην κόγχη της αψιδωτής αίθουσας υπήρχε αυτοκρατορικός θρόνος. Η αίθουσα ήταν διακοσμημένη με ορθομαρμαρώσεις από πολύχρωμα μάρμαρα και είχε μεγάλα τοξωτά παράθυρα και τυφλά διακοσμητικά τόξα. Το οικοδόμημα χρονολογείται στον 6ο ή στον 7ο αιώνα.

Η Αψιδωτή Αίθουσα του Μεγάλου Περιστύλιου (κατά μήκος τομή / αναπαράσταση Antoine Helbert).

Η μεγάλη περίστυλη αυλή έφερε πλούσιο διάκοσμο από υπέροχα επιδαπέδια ψηφιδωτά.

Παλάτι Αντίοχου

Το ανάκτορο αυτό βρισκόταν βορειοδυτικά του Ιππόδρομου. Ήταν οικία του Αντιόχου, που υπηρετούσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β’ (408-450). Ο Αντίοχος ήταν Πέρσης, αρχικά ήταν κουβικουλάριος (θαλαμηπόλος) και παιδαγωγός του Θεοδοσίου Β’  κι αργότερα πραιπόσιτος. Το μνημειακό ανάκτορο αποτελούνταν από ένα αψιδωτό κτήριο εξαγωνικού σχήματος, το οποίο πιθανότατα χρησίμευε ως αίθουσα φαγητού (τρικλίνιο), και από μια μεγάλη ροτόντα με κόγχες.

Παλάτι Λαύσου

Βρισκόταν δίπλα στο ανάκτορο του Αντίοχου. Ο Λαύσος ήταν πραιπόσιτος στην αυλή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’. Το Ανάκτορο του Λαύσου διέθετε αριστουργήματα, όπως το άγαλμα του Δία από την Ολυμπία, έργο του Φειδία, την Αφροδίτη της Κνίδου του Πραξιτέλη, τον Έρωτα (άγαλμα κατά πάσα πιθανότητα του Λυσίππου), το άγαλμα της Ήρας της Σάμου, την Αθηνά της Λίνδου (ένα αναθηματικό άγαλμα από «σμαραγδόπετρα») και πολλά άλλα.

Χρυσοτρίκλινος

Χρυσοτρίκλινος (αναπαράσταση Antoine Helbert).

Ο Χρυσοτρίκλινος (χρυσή αίθουσα), η αίθουσα του θρόνου από τον 6o αιώνα, βρισκόταν στη νότια πλευρά του Μεγάλου Παλατιού, πιθανότατα κοντά και στο ανάκτορο του Βουκολέοντος. Αποτελούσε τη σημαντικότερη αίθουσα υποδοχής και παράθεσης δείπνων στην αυτοκρατορική κατοικία κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή και ταυτόχρονα την καρδιά και το νευρικό σύστημα του ανακτόρου. Ο Χρυσοτρίκλινος ήταν επίσης ο χώρος, όπου τελούνταν το καθημερινό αυτοκρατορικό τυπικό.

Το κτήριο είχε οκτώ τόξα ή καμάρες στο εσωτερικό του, από τις οποίες η ανατολική ήταν σίγουρα αψίδα, καθώς αναφέρεται επίσης ως κόγχη. Είναι γνωστό ότι η κατασκευή καλυπτόταν με τρούλο και το εσωτερικό φωτιζόταν από δεκαέξι παράθυρα και από έναν ακαθόριστο αριθμό μικρότερων παραθύρων (των οποίων το άνοιγμα καλυπτόταν πιθανώς με αλάβαστρο). Η κυρία είσοδος της αίθουσας ήταν στη δυτική πλευρά και σε αυτήν οδηγούσε ένα προστώο που ονομάζεται Τριπέτων ή Ωρολόγιον (κατά πάσα πιθανότητα επειδή εκεί υπήρχε κάποιος μηχανισμός ρολογιού). Η ανατολική αψίδα της αίθουσας ήταν το σημείο όπου βρισκόταν ο αυτοκρατορικός θρόνος κατά τη διάρκεια των επίσημων ακροάσεων.

 

 

Βυζαντινά αυτοκρατορικά σκεύη

Παλάτι Βουκολέοντος

Παλάτι Βουκολέοντος

Το ανάκτορο του Βουκολέοντος βρισκόταν στην ακτή της θάλασσας της Προποντίδας, νότια του Μεγάλου Παλατιού της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το ανάκτορο του Βουκολέοντος ενσωμάτωσε μέρος του Μεγάλου Παλατιού. Το όνομά του συνδέεται με μία μαρμάρινη γλυπτή σύνθεση που ήταν τοποθετημένη στην αποβάθρα του λιμανιού και παρίστανε ένα βόδι και ένα λιοντάρι.

(αναπαράσταση Antoine Helbert)

Το ανώτερο τμήμα της πρόσοψης της δυτικής πλευράς διακοσμούνταν με μία τυφλή τοξοστοιχία, στις άκρες της οποίας υπήρχαν μαρμάρινα λιοντάρια. Λίγο πιο ανατολικά βρισκόταν μία μικρή πύλη που εξασφάλιζε την πρόσβαση στο παλάτι. Τέλος, η ανατολική πτέρυγά του αποτελούνταν από συνεχόμενες αίθουσες που έβλεπαν στη θάλασσα και φωτίζονταν με μεγάλα παράθυρα με μαρμάρινα πλαίσια, ενώ υπήρχαν και εξώστες στηριζόμενοι σε κιλλίβαντες. Πιθανόν μόνο ο άνω όροφος του ανακτόρου μπορούσε να κατοικηθεί και λειτουργούσε ως έπαυλη, ενώ το κάτω τμήμα χρησίμευε ως στρατώνας ή καταυλισμός για τους ναύτες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανάκτορο Βουκολέοντος (αναπαράσταση Antoine Helbert)

Παλάτι Μυρελαίου

Το Παλάτι του Ρωμανού Α’  Λεκαπηνού στο Μυρέλαιο (αναπαράσταση Antoine Helbert)

Το παλάτι αυτό είχε κατασκευαστεί πάνω στα ερείπια μιας ρωμαϊκής ροτόντας, το εσωτερικό της οποίας είχε μετατραπεί σε δεξαμενή, με κίονες που υποβάσταζαν την οροφή της. Από πάνω αριβώς κτίστηκε το παλάτι το Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (920-944). Το παλάτι αποτελούνταν από έναν ορθογώνιο χώρο, με δύο γωνιακές πυργοειδείς κατασκευές που συνδέονταν με ένα προστώο. Το κτήριο αυτό βρισκόταν κοντά στην εκκλησία του Μυρελαίου (επίσης έργο του Ρωμανού), που σώζεται, αφού μετατράπηκε σε τζαμί (Bodrum Camii).

Παλάτι Βλαχερνών

«Υψηλόν Παλάτιον»

 

Το πολυτελέστατο κτίσμα των Βλαχερνών ήταν ένα συγκρότημα κτηρίων. Η συνοικία των Βλαχερνών βρίσκεται στη ΒΔ άκρη της Κωνσταντινούπολης, στην άλλη άκρη της Πόλης, στον ομώνυμο λόφο, δίπλα στα τείχη. Τον 11ο αιώνα ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός δημιούργησε το ανάκτορο των Βλαχερνών, το οποίο υπήρξε η μόνιμη κατοικία των Αυτοκρατόρων από το 1081 ως το 1453. Παρόλα αυτά το Μέγα Παλάτιον συνέχιζε να χρησιμοποιείται για επίσημες τελετές. Στην εποχή του, καθώς κτίστηκε πάνω στον ψηλότερο από τους Επτά λόφους, χωρίς κανένα εμπόδιο μπροστά του, ονομαζόταν Υψηλόν Παλάτιον, προσέφερε στους ενοίκους του ανεμπόδιστη πολλαπλή θέα του Κεράτιου κόλπου, της απέναντι ακτής της Περαίας, των εξοχών πέρα από τα θεοδοσιανά τείχη, και της Κωνσταντινούπολης, μέχρι τη θάλασσα της Προποντίδας.

1. Ναός Θεοτόκου, 2. Αγία Σορός, 3. Αίθουσα Δανούβιου, 4. Ωκεανός, 5. Τρίκλινος Αναστασιανός, 6. Παλάτι Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, 7. Δεσμωτήριο Ανεμά, 8. Αυτοκρατορικά λουτρά, 9. Παλάτι Μανουήλ Κομνηνού, 10. Παρεκκλήσιο, 11. Παλάτι της Ειρήνης, 12. Πύργος του Ισαάκιου  Άγγελου (αναπαράσταση Byzantium 1200).

Παλάτι Αλέξιου Α΄ Κομνηνού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ξένοι επισκέπτες που έμπαιναν στο παλάτι έμεναν με ανοιχτό το στόμα βλέποντας τέτοιο πλούτο και χλιδή. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143-1180) αποφάσισε να επεκτείνει και να μεγαλώσει το ανάκτορο και επένδυσε «τις κολόνες και τους τοίχους του με χρυσάφι και ασήμι, και πάνω τους σκάλισε εικόνες με μάχες που έγιναν πριν από την εποχή του αλλά και με μάχες δικές του. Έστησε επίσης ένα θρόνο, ώστε αυτός να κάθεται αποκάτω. Ήταν γεμάτο πετράδια ανυπολόγιστης αξίας, και τη νύχτα δεν χρειάζονταν φώτα, γιατί όλοι μπορούσαν να δουν από το φως που έβγαζαν τα πετράδια». Το ανάκτορο των Βλαχερνών κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Οι Παλαιολόγοι, όταν απελευθέρωσαν την Πόλη το 1261, τις ανακαίνισαν, και εδώ διανυκτέρευσε ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, τη νύκτα πριν από την Άλωση το 1453 (αναπαράσταση Antoine Helbert).

Παλάτι «Πορφυρογέννητου»

Το παλάτι του Πορφυρογέννητου, βυζαντινό παλάτι του ύστερου 13ου αιώνα, αποτελεί τμήμα του ανακτόρου των Βλαχερνών και είναι το καλύτερα διατηρημένο βυζαντινό παλάτι της Πόλης. Αποτελεί ένα από τα σχετικά λίγα παραδείγματα σωζόμενης κοσμικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως.

Το παλάτι κατασκευάστηκε στο σημείο όπου τα Θεοδοσιανά Τείχη ενώνονται με τους μεταγενέστερους τοίχους του προαστίου των Βλαχερνών. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, γιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. «Πορφυρογέννητος» σημαίνει κυριολεκτικά «γεννημένος στην Πορφύρα», υποδεικνύει έναν διάδοχο γιο βασιλεύοντα αυτοκράτορα. Το παλάτι χρησίμευε ως αυτοκρατορική κατοικία κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το Παλάτι ήταν ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο. Το ισόγειο είναι μια στοά με τέσσερις αψίδες που οδηγούν σε μια αυλή, στην οποία βλέπουν πέντε μεγάλα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Ο τελευταίος όροφος του κτίσματος προβάλλει πάνω από τα τείχη και έχει παράθυρα και στις τέσσερις πλευρές. Στα ανατολικά σώζεται τμήμα μπαλκονιού. Η στέγη και όλοι οι όροφοι της κατασκευής έχουν εξαφανιστεί. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι περίτεχνα διακοσμημένοι με γεωμετρικά σχέδια από κόκκινο τούβλο και λευκό μάρμαρο, χαρακτηριστικά της ύστερης βυζαντινής περιόδου.

(αναπαραστάσεις Byzantium 1200)

Ιππόδρομος

 

Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, που είχε πρότυπο τον Circus Maximus της Ρώμης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους. Το κτίσιμό του, που είχε ξεκινήσει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεβήρος, ολοκλήρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος, όταν μετέτρεψε το αρχαίο Βυζάντιο στη νέα του πρωτεύουσα. Η κατασκευή του τελείωσε το 330. Ο Ιππόδρομος, προσαρτημένος στο ανάκτορο, αποτελούσε έκφραση της ρωμαϊκής νοοτροπίας: ο Ιππόδρομος ήταν σημαντικός για τη θριαμβική αυτοκρατορική ιδεολογία, καθώς εδώ γινόταν παραλληλισμός ανάμεσα στα αγωνίσματα του ιπποδρόμου και τον αυτοκρατορικό θρίαμβο. Οι επευφημίες του λαού στον Ιππόδρομο αναδείκνυαν την αυτοκρατορική παντοδυναμία. Εδώ μόνο, ο αυτοκράτορας ερχόταν σε επαφή με τη μάζα του λαού της πόλης κατά τη διάρκεια των περιοδικών εορταστικών εκδηλώσεων. Εδώ παρουσιάζονταν οι νέοι αυτοκράτορες, εδώ πραγματοποιούνταν εκτελέσεις σημαντικών προσώπων και εορτασμοί.

Ιππόδρομος Κωνσταντινούπολης (αναπαράσταση Antoine Helbert)

Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης είχε μήκος μεταξύ 450 και 480 μέτρων, εξωτερικό πλάτος 117 μέτρα και εσωτερικό πλάτος περίπου 80 μέτρα. Υπολογίζεται ότι χωρούσε περίπου 100.000 άτομα. Το νοτιοδυτικό ημικυκλικό άκρο (η σφενδόνη) επιστεφόταν με μια κιονοστοιχία.

Σφενδόνη Ιππόδρομου (αναπαράσταση Byzantium 1200)

 Στο ευθύ (βορειοανατολικό) άκρο υπήρχαν δώδεκα πύλες (carceres, κάγκελλα ή θύραι) που είχαν τη δυνατότητα να ανοίγουν συγχρόνως με αυτόματο μηχανισμό. Σε έναν πύργο πάνω από αυτές τις πύλες είχαν στηθεί τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα, τα οποία μετά το 1204 τα πήραν οι Ενετοί και τα τοποθέτησαν πάνω από την πύλη της βασιλικής του Αγίου Μάρκου.

Οι δώδεκα πύλες της αφετηρίας των αρμάτων. Στον πύργο, εικονίζονται τα τέσσερα άλογα του Λυσίππου (αναπαράσταση Byzantium 1200). Στην εικόνα αριστερά τα αυθεντικά άλογα, που βρίσκονται στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας.

Στο μέσο περίπου της ανατολικής πλευράς, πάνω από τα καθίσματα, ήταν τοποθετημένο το αυτοκρατορικό θεωρείο (Κάθισμα), το οποίο συνδεόταν με το Μέγα Παλάτιον, που βρισκόταν πίσω από τον Ιππόδρομο.

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’  εικονίζεται, ανάμεσα στους γιους του και αξιωματούχους να παρακολουθεί αγωνίσματα στον Ιππόδρομο.

Στο κέντρο του στίβου εκτεινόταν ένα χαμηλό φράγμα (εύριπος ή spina), γύρω από το οποίο πραγματοποιούνταν οι αρματοδρομίες, με φορά αντίθετη προς εκείνη των δεικτών του ρολογιού. Σε κάθε άκρο του ευρίπου υπήρχε ένας πάσσαλος (καμπτήρ) που όριζε το σημείο στροφής, ενώ κατά μήκος του φράγματος ήταν τοποθετημένα διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, καθώς επίσης και πλαίσια, καθένα από τα οποία συγκρατούσε μεταλλικά ομοιώματα επτά δελφινιών· αυτά περιστρέφονταν με τη σειρά, για να ενημερώνουν τους θεατές για τη ροή των επτά γύρων που αντιστοιχούσαν σε κάθε αγώνα. Σε αυτούς τους αγώνες, που πραγματοποιούνταν σε σταθερές ημερομηνίες κάθε έτος, έπαιρναν μέρος ηνίοχοι, καθένας με ένα τέθριππο (μία δίτροχη άμαξα που συρόταν από μία τετράδα άλογα). Στα διαλείμματα, ακροβάτες, χορευτές και μουσικοί πρόσφεραν ψυχαγωγία.

Ανάμεσα σε περίφημα χάλκινα αγάλματα, βρισκόταν εκεί, τοποθετημένη σε κεντρικό σημείο, η μεγάλη χάλκινη στήλη των Όφεων, η οποία προερχόταν από τους Δελφούς και ήταν αφιέρωμα σε ανάμνηση της ελληνικής νίκης επί των Περσών το 479 π.Χ. Στα βόρεια της στήλης ήταν τοποθετημένος ένας αιγυπτιακός οβελίσκος. Ήταν ο δεύτερος από ένα ζευγάρι οβελίσκων που είχε στήσει κοντά στις Θήβες ο φαραώ Τούθμωσης Γ’, τον 15ο αι. π.Χ.

Ο τρίποδας των Δελφών, τοποθετημένος στη σπίνα του Ιπποδρόμου (αναπαράσταση Byzantium 1200).

Δήμοι

«Οι φατρίες του Ιπποδρόμου»

 

Ο λαός του Βυζαντίου ήταν πολύ στενά συνδεδεμένος με τον ιππόδρομο. Οι αρματοδρομίες ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα και το πιο αγαπητό λαϊκό θέαμα, αφότου η χριστιανική εκκλησία απαγόρευσε τις μονομαχίες, και όλοι σχεδόν οι πολίτες υποστήριζαν με ενθουσιασμό κάποια από τις ομάδες που έπαιρναν μέρος σ’ αυτές.

Η δραστηριότητα που σχετιζόταν με τους αγώνες στον Ιππόδρομο γέννησε τους μοναδικούς θεσμούς που επέτρεπαν ενεργό λαϊκή συμμετοχή. Επρόκειτο για τους περίφημους δήμους, τις φατρίες του Ιπποδρόμου. Τέσσερις φατρίες, οι οποίες προσδιορίζονταν με χρώματα και υποστήριζαν τους επαγγελματίες ηνιόχους, που ήταν συχνά δημοφιλέστατες προσωπικότητες, μεταφυτεύτηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη (και το ίδιο συνέβη και σε άλλες πόλεις). Οι δύο δευτερεύουσες φατρίες, οι Λευκοί και οι Ρούσιοι (Κόκκινοι), επισκιάζονταν συστηματικά και τελικά ενσωματώθηκαν ουσιαστικά στις δύο πιο σημαντικές, τους Βένετους (Γαλάζιους) και τους Πράσινους. Κάθε δήμος είχε τη δική του κερκίδα στη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου, απέναντι από το κάθισμα και στη γραμμή τερματισμού, καθώς και λέσχες και χώρους στη γύρω περιοχή.

Ανάμεσα στους οπαδούς των Δήμων συμπεριλαμβάνονταν πολύ συχνά και οι αυτοκράτορες (ήταν συνήθως υποστηρικτές της ομάδας των Πράσινων, και σπανιότερα – μόνο έξι αυτοκράτορες – των Βένετων). Το θέαμα που πρόσφερε στους θεατές ήταν εντυπωσιακό και γεμάτο συγκινήσεις. Η δύναμη, η επιδεξιότητα και η τόλμη που έδειχναν οι τέσσερις αρματοδρόμοι κατά τη διάρκεια των επτά γύρων μιας αρματοδρομίας προκαλούσε το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό.

Ελεφαντοστέινο πλακίδιο με παράσταση αρματοδρομίας στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.

Αναπαράσταση άρματος και αρματηλάτη του δήμου των Πρασίνων.

Αγώνας αρμάτων στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης (Byzantium 1200).

Μετεξέλιξη των Δήμων από αθλητικές οργανώσεις σε πολιτικές ομάδες

Καθώς οι δήμοι (και κυρίως οι Πράσινοι και οι Βένετοι) αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη επιρροή και ανέπτυσσαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εν είδει πολιτικών κομμάτων, ο Ιππόδρομος εξελισσόταν σε τόπο όπου ο λαός εξέφραζε δημόσια τη γνώμη του και εκτόξευε πολιτικά φορτισμένα συνθήματα, παίρνοντας θέση ως προς τα ζητήματα που ανέκυπταν στην Αυλή, τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις εκρηκτικές θρησκευτικές διαμάχες της εποχής. Προκειμένου να εξασφαλίζουν τη λαϊκή υποστήριξη, οι αυτοκράτορες συχνά έδειχναν εύνοια στον ένα ή στον άλλο δήμο, των οποίων η ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα αποδείχτηκε κρίσιμη πάνω από μια φορά.

Οι Δήμοι, ως πολιτικές οργανώσεις, θα είχαν και κάποια ηγεσία, αυτή θα προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις, αριστοκρατικές ή αστικές, άτομα δηλαδή με μεγάλη επιρροή. Πέρα από αυτό, στην ανάπτυξή τους συντέλεσε και το ότι, καθώς ήταν οι μόνες κοσμικής προέλευσης οργανωμένες ομάδες στις πόλεις, σ’ αυτούς έπεφτε η ευθύνη της ανάληψης καθηκόντων άσχετων με τον αθλητικό χώρο, όπως π.χ. η επάνδρωση των τειχών κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας.

Ο πολιτικός ρόλος των δήμων γίνεται ιδιαίτερα φανερός στην πιο μεγάλη από τις εξεγέρσεις που με δική τους πρωτοβουλία οργανώθηκε, τη στάση του Νίκα, το 532, ενάντια στον Ιουστινιανό. 

Βιβλιογραφία

Παλάτι

 

Ιππόδρομος – Δήμοι

Cameron, A., Circus factions. Blues and Greens at Rome and Byzantium, Oxford 1976.

Dvornik, F., “The circus parties in Byzantium”, Byzantina – Metabyzantina 1 (1946), 119-133.

Fotiou, A. S., “Byzantine circus factions and their riots”, JOB 27 (1978), 1 – 17.

Μισίου, Δ., «Δήμοι και δημοκρατία στο Βυζάντιο», στο Αφιέρωμα στο Ν. Σβορώνο, τ. Α΄, Ρέθυμνο 1986, 59-69.

Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Οι εκτός της Κωνσταντινουπόλεως βυζαντινοί δήμοι», στο Χαριστήριον εις Α. Κ. Ορλάνδον, τ. Β΄, Αθήνα 1966, 327-360.

Talbot-Rice, T., Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, ελλ. μτφρ. Βώρος, Φ.Κ., δ΄ έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 1988.

Walter, G., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, ελλ. μτφρ. Παναγιώτου, Κ., Παπαδήμας, Αθήνα 1970.

© Δημήτρης Γαρουφαλής

Άδεια Creative Commons
Το παρόν χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .