Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε, αξιότιμη κυρία Διευθύντρια, Αξιότιμοι Σχολικοί Σύμβουλοι, Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι σας χαιρετίζω και σας ευχαριστώ για τη σημερινή σας παρουσία. Ευχαριστώ θερμά την κυρία Χριστίνα Παναγιώτου, πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Ραφήνας, και τη συνάδελφο κυρία Εύη Γκατσοπούλου, Γραμματέα, για την ευγενική τους πρόσκληση να σας μιλήσω σήμερα.


Ήμουν μαθητής Γυμνασίου όταν πρωτοδιάβασα την Οδύσσεια από τη μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή. Δεν θα ξεχάσω πόση εντύπωση μού προκάλεσε τότε η διαπίστωση ότι ο Όμηρος δεν άρχιζε την αφήγησή του για τον Οδυσσέα χρονολογικά, αλλά την ανέπτυσσε από τη μέση, δηλαδή από το νησί της Καλυψώς, τον «ομφαλό θαλάσσης». Πάντα απορούσα για ποιο λόγο ο ποιητής το είχε κάνει αυτό. Ανυπομονούσα τότε να διαβάσω για τις περιπέτειες του αγαπημένου ήρωα, όταν, μετά τους πρώτους στίχους και το περίφημο «άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον…», βρέθηκα αντιμέτωπος με μια απρόσμενη εικόνα: αντί για τον ταξιδεμένο και αεικίνητο τυχοδιώχτη, φανερώθηκε μπρος μου ένας άνδρας φυλακισμένος επί επτά ολόκληρα χρόνια από μια ερωτόληπτη θεά, ανήμπορος και βασανισμένος από τη λαχτάρα να ξαναδεί τον καπνό να ανεβαίνει από τις στέγες της Ιθάκης. Καθόταν ώρες κοντά στη θάλασσα και έκλαιγε γοερά. Ήταν ανάμεσα σε δύο γυναίκες: από τη μία, την Καλυψώ, δεν μπορούσε να απαλλαγεί, ενώ την άλλη, την Πηνελόπη, δεν μπορούσε να την φθάσει.

Ο ομηριστές έδωσαν διάφορες ερμηνείες σε αυτή την επιλογή του Ομήρου και ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνώρισε τη μεγαλοφυΐα του ποιητή να μην αρχίσει από την αρχή. Η απορία ωστόσο πάντα ήταν στο μυαλό μου. Ο ποιητής απέφυγε τον πιθανό, τον εύληπτο και τυπικό δρόμο. Γιατί το έκανε αυτό;

 

 

Ακολουθώντας το ομηρικό κείμενο βρισκόμαστε στην Ωγυγία, στο νησί της Καλυψώς, που άλλοι σύγχρονοι ερευνητές το αναζητούν στη Μάλτα και άλλοι στο μακρινό Γιβραλτάρ. Στη συνέχεια πληροφορούμαστε με ποιον τρόπο είχε βρεθεί εκεί ο Οδυσσέας: Με το μοναδικό του πλοίο και τριάντα μόνο πια συντρόφους. Αφήνοντας το νησί του Ήλιου είχαν πέσει σε άγρια καταιγίδα. Ο κόσμος είχε χαλάσει από τις αστραπές και τους κεραυνούς και στο τέλος ένας από αυτούς τίναξε στον αέρα και βύθισε το καράβι. Όλοι οι σύντροφοι επέπλεαν νεκρά κουφάρια στα κύματα και μόνο ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να πιαστεί από ένα ξύλο, βρισκόμενος έρημος στην απέραντη θάλασσα, ζώντας για μέρες σε ολοκληρωτική μοναξιά, σε αγωνία θανάτου.

Τώρα πια ήταν πράγματι ένα τίποτα, κινδύνευε να γίνει ο αφανισμένος Κανένας που κολυμπά στα σίγουρα προς τον θάνατο, προς το τέλος. Κολυμπά, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, όταν εξουθενωμένος φθάνει σε ένα νησί που είναι στο πουθενά, εκεί όπου ζει μονάχα μια θεά, με τις τέσσερις θεραπαινίδες της: η νύμφη Καλυψώ. Ο Οδυσσέας δεν έχει πια σχέση με κανέναν από τον έξω κόσμο, νιώθει κανένας. Κι αυτό γιατί είναι αποκομμένος από ό,τι αποτελούσε την ταυτότητά του: το νησί του, την Ιθάκη, όσους είχε στη δούλεψή του, τους φίλους του, τον γιο του, τη γυναίκα του την Πηνελόπη. Για όλους αυτούς πίσω στην πατρίδα, δεν είναι καν νεκρός. Έχει εξαφανιστεί, δεν υπάρχει πια, κανείς δεν ακούει να μιλάνε για αυτόν, κανείς δεν μπορεί να τον δει έστω και νεκρό· σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.

Ποιον είναι λοιπόν το ενδιαφέρον του Ομήρου και γιατί επιλέγει ως κορυφαίο γεγονός τον εγκλεισμό του Οδυσσέα στο νησί της νύμφης;

Φανταστείτε έναν Οδυσσέα ο οποίος βρίσκει πολύ ελκυστική και ενδιαφέρουσα την πρόταση της Καλυψώς για αθανασία. Μετά από λίγη σκέψη, κυνικά και ειλικρινά, ενσαρκώνοντας γνήσια τον άνθρωπο που κοιτά το συμφέρον του, δέχεται την πρόταση της θεάς: δηλαδή να μείνει μαζί της για πάντα, και εκείνη, ως αντάλλαγμα, να τον κάνει αθάνατο. Σκεφθείτε την πρόκληση. Ποιος θα κάκιζε τον Οδυσσέα; Ο ήρωας του Φάουστ δεν αρνήθηκε, πούλησε την ψυχή του για αυτήν την επιθυμία. Ο σύγχρονος, δυτικός άνθρωπος θα αποδεχόταν επίσης χωρίς δεύτερη σκέψη το απίστευτο δέλεαρ: να ζήσει, απαλλαγμένος από υπαρξιακές νευρώσεις και θνητές φαντασιώσεις νοσταλγίας, «να ζήσει» για πάντα σ’ ένα όμορφο νησί απολαμβάνοντας τα κάλλη και τα ερωτικά χάδια μιας θεάς.

Βέβαια η εξέλιξη αυτή θα είχε «κάποια» μειονεκτήματα: ο ήρωάς μας θα διέψευδε τα πιστεύω του αποδεχόμενος στην πράξη ότι όλα όσα πίστευε, όλα για τα οποία είχε αγωνιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν μια αυταπάτη από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπάρχουν σήμερα πολλοί άνθρωποι που έχουν προσχωρήσει σε παρόμοια άποψη, χωρίς μάλιστα το αντάλλαγμα της αθανασίας. Οι ιδέες ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, η συναίνεση και η οργάνωση της κοινωνίας ως βασικά στοιχεί εξέλιξης και προόδου, θα απορρίπτονταν ως το απόλυτο κακό από αυτόν τον Οδυσσέα, που, προσηλωμένος πια σε έναν ανεκτικό σχετικισμό, θα περνούσε τον χρόνο του πίνοντας και τρώγοντας με την ερωμένη του. Θα είχε βέβαια χάσει την ευκαιρία, μέσα από μια ελεύθερη απόφασή του, να χειραφετηθεί και απελευθερωθεί ως άνθρωπος από την κυρίαρχη και ισχυρότερη θανατοθεά· αλλά, από την άλλη, θα είχε το αντεπιχείρημα ότι είχε κερδίσει την αθανασία.

Τι θα είχε λοιπόν συμβεί αν ο Οδυσσέας είχε μείνει για πάντα στο νησί της Καλυψώς; Καταρχάς εμείς δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για εκείνον και ο Όμηρος δεν θα είχε γράψει το μεγαλοπρεπές ποιητικό του δημιούργημα, την Οδύσσεια. Αλλά αν ο Οδυσσέας δεν είχε υπάρξει ως πρόσωπο για την ιστορία, για τον θρύλο, για τον μύθο, στην ουσία θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ο Τηλέμαχος δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Ο γέρο Λαέρτης δεν θα αγκάλιαζε πριν κλείσει τα μάτια του τον μονάκριβο γιο του, ο Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα, θα ξεψυχούσε κουνώντας λυπημένα την ουρά του χωρίς να αντικρύσει για τελευταία φορά το αγαπημένο του αφεντικό, και η Πηνελόπη θα είχε παντρευτεί κάποιους από τους μνηστήρες καθώς, απελπισμένη, δεν θα μπορούσε να υφαίνει και να ξεϋφαίνει το πέπλο της περιμένοντας μάταια τον άντρα της.

Και ο καιρός θα περνούσε και το όνομα του Οδυσσέα θα έσβηνε μαζί με το χαμό των δικών του ανθρώπων. Και ο τυφλωμένος Κύκλωπας Πολύφημος θα έσκαγε από τα γέλια ικανοποιημένος έχοντας πάρει την εκδίκησή του. Γιατί ο Οδυσσέας που του είχε συστηθεί ως ο Κανένας, θα είχε γίνει πια στα αλήθεια ο Κανένας. Και έτσι θα ήταν, μια και, όταν δεν υπάρχεις για τους άλλους, είναι σαν μην υπάρχεις καν, είσαι ο Κανένας. Ο Οδυσσέας, αναπαυμένος στον κόρφο της Καλυψώς, θα ζούσε βέβαια ως βιολογικό ον, σε έναν χρόνο στον οποίον δεν συμβαίνει τίποτε, σε  μια αν-ιστορική πραγματικότητα, και έτσι αθάνατος θα είχε πάψει να είναι για τους άλλους υπαρκτό πρόσωπο. Γιατί στον αθάνατο χώρο της Καλυψώς καθετί παραμένει ίδιο, αναλλοίωτο, μη ον.

Η αποδοχή της πρότασης της θεάς για αθανασία, σε ένα εξαφανισμένο από τον κόσμο των ανθρώπων νησί, ισοδυναμούσε με υπαρξιακή εξαφάνιση του ήρωα. Γιατί η ύπαρξη, ο υπαρκτός κόσμος, η πραγματικότητα έχει ως υποστασιακό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υπόκειται σε διαρκή αλλαγή, στη γέννηση, στην άνθιση, στην ακμή, στη φθορά και, εν τέλει, στον θάνατο. Αυτή είναι η πραγματική ζωή ενός υπαρκτού όντος, η δυνατότητα δηλαδή της βέβαιης θνητότητας.

 

 

Η θνητότητα αυτή για τον Οδυσσέα ακούει σε μία λέξη: Ιθάκη. Αντιλαμβάνεται το κρίσιμο δίλημμα: να υπάρξει πεθαίνοντας ή να εξαφανιστεί ως πρόσωπο μένοντας αθάνατος σωματικά. Άλλωστε αυτό είναι το κορυφαίο δίλημμα της ανθρώπινης ύπαρξης και από αυτό διαλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή του ο Όμηρος.

Ο ίδιος ο ήρωας καταλαβαίνει, αισθάνεται βαθιά μέσα στην ψυχή του, τον τρομακτικό κίνδυνο και απορρίπτει χωρίς συμβιβασμό την αθανασία και την αιώνια νεότητα που του προσφέρει η Καλυψώ. Τι θέλει πραγματικά; Θέλει να ξαναγίνει ο εαυτός του, να γίνει ο Οδυσσέας. Δεν θέλει να είναι αθάνατος, απομονωμένος σε μια ρωγμή του κόσμου. Κλαίει, σπαράζει για την ψυχή του που χάνεται στη λησμονιά, στην ανυπαρξία. Θέλει να γεράσει, να πεθάνει, να μείνει ο εαυτός του, να είναι κάποιος, να υπάρχει, να είναι ο ανθρώπινος Οδυσσέας, που έχει ταυτότητα – «ταυτότητα» πόσο υποτιμημένη πράγματι λέξη στον σύγχρονο μετανεωτερικό κόσμο μας! – να έχει δεσμούς, να είναι ο ήρωας της εγκαρτέρησης, της μνήμης και της πίστης στον εαυτό του.

Τελικά ο Οδυσσέας, με την αυτόνομη, ανθρώπινη βούλησή του επέλεξε τον γυρισμό, τον νόστο, με όλες τις συνέπειες και τις ταλαιπωρίες· επέλεξε τη θνητή Πηνελόπη και το μικρό φτωχό νησί· επέλεξε την Ιθάκη.

Ευτυχώς, γιατί έτσι μπορώ σήμερα να είμαι μπροστά σας και να σας μιλώ για κείνον!

*   *  *

Στη χώρα των Κικόνων

Ας πιάσουμε λοιπόν το νήμα των γεγονότων από την ιστορική και όχι από την ποιητική τους αρχή. Ο Οδυσσέας, μετά την καταστροφή της Τροίας, φεύγει με δώδεκα καράβια με κατεύθυνση την Ιθάκη. Πρώτα φθάνει στη χώρα των Κικόνων, στη θρακική Ίσμαρο. Αποβιβάζεται με τους συντρόφους στην ακτή για να ανεφοδιαστούν, δέχονται επίθεση από τους ντόπιους κατοίκους, χάνουν πολλούς άντρες. Φεύγοντας, το μόνο που μπορούν να πράξουν για τους νεκρούς που αφήνουν πίσω ήταν να φωνάξουν τρεις φορές το όνομα του καθενός, γιατί πίστευαν πως έτσι έπαιρναν πίσω στην πατρίδα τις ψυχές των σκοτωμένων συντρόφων.

Στα περίχωρα υπήρχε ιερό άλσος και τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα, στο οποίο ιερέας τύχαινε να είναι κάποιος Μάρων· ήταν ο μοναδικός -αυτός και η οικογένειά του- που σεβάστηκε ο Οδυσσέας και τον άφησε ανενόχλητο. Για να τον ευχαριστήσει, ο Μάρων, τού δώρισε δέκα τάλαντα χρυσάφι, έναν ασημένιο κρατήρα και δέκα αμφορείς άκρατο γλυκό οίνο· τον οίνο αυτό που θα αποβεί σωτήριος για τον Οδυσσέα.

 

*   *  *

Ακρωτήριο Μαλέας

Από τους Κίκονες κατευθύνεται προς νότο, επιθυμώντας να καβατζάρει το ακρωτήριο Μαλέα και από εκεί, περιπλέοντας το νησί του Πέλοπα, να φθάσει στην Ιθάκη. Αλλά ο Ποσειδώνας είχε διαφορετικά σχέδια· κοντά στον Μαλέα εξαπολύει τρομερή καταιγίδα, παγιδεύοντας τα καράβια σε τεράστια κύματα, σε μια υπερκόσμια υδάτινη δίνη. Τα καράβια παρασύρονται προς τα νοτιοδυτικά, ενώ ο Οδυσσέας δεν έχει εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιήσει ότι περνά ένα κρίσιμο όριο, το σύνορο του πραγματικού κόσμου, και ότι εισέρχεται σε έναν κόσμο φανταστικό, όπου ζουν και βασιλεύουν αλλόκοτα και επικίνδυνα όντα, πλάσματα μιας νοσηρής διάνοιας.

Ο Μαλέας, λοιπόν, λειτουργεί ως «πύλη εισόδου», ως το σημείο από το οποίο αρχίζουν οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα σε τόπους άγνωστους. Όλα όσα συμβαίνουν μέσα στον χώρο αυτό συγκροτούν τον «κόσμο της Οδύσσειας». Μπορούμε να μιλούμε για «κόσμο της Οδύσσειας» υπό την έννοια ότι η ανάγνωση του ομηρικού έπους αποκαλύπτει την καθολική εικόνα ομάδων με θεσμούς, πιστεύω και ήθη, κοινωνικές τάξεις και επίλεκτες «μειονότητες» που κυβερνούν. Είναι ένας κόσμος, στον οποίο, πίσω από τις σποραδικές πράξεις και τα γεγονότα, διαγράφεται αδιάκοπα, σε δεύτερο πλάνο, μια σταθερή εικόνα κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Εντούτοις δεν πρέπει να παρασυρόμαστε, οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα δεν είναι Ιστορία αλλά ένας «μύθος». Ένας μύθος πάντως που φιλοδοξεί, όπως άλλωστε όλοι οι μύθοι, να είναι Ιστορία. Γι’ αυτό και τον διαπνέει μια έγνοια για συνέχεια, ακρίβεια και πληρότητα τόσο σε ψυχολογικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των γεγονότων.

 

 

Η θνητότητα και η ύπαρξη του ορίου είναι δύο ουσιώδη στοιχεία που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από τη θεότητα. Βέβαια αυτό δεν είναι απόλυτο στην αρχαία ελληνική θεολογία, μια και πάνω απ’ όλους στέκεται η Μοίρα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο Οδυσσέας έρχεται να αποτελέσει τον δίαυλο μέσω του οποίου η ανθρώπινη φύση προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της, και τον ξεπερνά, πλησιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, την «αθανασία» της θνητής ύπαρξης.

*   *  *

Στη χώρα των Λωτοφάγων

Από τον Μαλέα η καταιγίδα, σπρώχνοντας τα πλοία του Οδυσσέα προς τα νότια και έξω από τον χώρο των ανθρώπων, τα οδηγεί στη χώρα των Λωτοφάγων. Διαβάζουμε στην Οδύσσεια, σαν ένα είδος ημερολογίου καταστρώματος του Οδυσσέα, για την τύχη των συντρόφων που έστειλε ως ανιχνευτές αναζητώντας την ταυτότητα των ντόπιων αυτής της άγνωστης χώρας.

Οι Λωτοφάγοι δεν ήταν πολιτισμένοι, αλλά είχαν καλλιεργημένη ψυχή, δεδομένου ότι φυσική τους τροφή ήταν ο λωτός – ήταν φυτοφάγοι· δεν επρόκειτο για κάποια άγρια φυλή με επιθετικές διαθέσεις εναντίον των νεοφερμένων. Το αντίθετο. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν, μάλλον φιλόξενοι και πως απλά πρόσφεραν λωτούς στους συντρόφους του Οδυσσέα δίχως την παραμικρή πιεστική ή κακόβουλη διάθεση. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους Λωτοφάγους το ίδιο μειλίχιους όπως η γεύση του μελιστάλαχτου καρπού τους ή γαλήνιους όπως η «παραδείσια» ευτυχία της λησμονιάς που «αγκάλιαζε» όποιον τον γευόταν . Ο Οδυσσέας, πίσω από την «ευτυχία της αθώας λήθης» και την «ξένοιαστη» προσέγγιση της ζωής που πρόσφεραν οι Λωτοφάγοι, διέκρινε αμέσως τον ελλοχεύοντα κίνδυνο: αν υπέκυπταν και δοκίμαζαν τον λωτό θα κινδύνευαν να ξεχάσουν ποιοι ήταν και που πήγαιναν, θα έμεναν για πάντα εκεί, βυθισμένοι στην ανυπαρξία, δίχως ταυτότητα και δίχως συνείδηση. Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι στη γραμμική σειρά των γεγονότων η πρώτη απειλή για τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του ήταν επίσης ο ίδιος κίνδυνος: η απώλεια της μνήμης.

 

 

Τώρα αν θέλουμε να βρούμε πάνω στον χάρτη τη χώρα αυτή της λησμονιάς, προσφέρεται μια τοποθεσία, στη Μικρή Σύρτη της Τυνησίας που θυμίζει πολύ την περιγραφή του Ηροδότου, ο οποίος αναφέρει ότι οι Λωτοφάγοι κατοικούσαν σε μια «γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα»· πρόκειται για τη Τζέρμπα, ένα παράκτιο νησί της Τυνησίας, στον κόλπο του Γκαμπές, το οποίο συνδέεται με τη στεριά μέσο ενός τεχνητού γλωσσοειδούς αναχώματος. Το νησί, με τις ωραίες παραλίες του, τις χουρμαδιές, τις ελιές, τα σφουγγάρια και τα όστρακά του, αποτελεί σήμερα τουριστικό θέρετρο και προσελκύει πολλούς επισκέπτες, ενώ οι κάτοικοί του δηλώνουν στους ξένους με υπερηφάνεια ότι είναι απόγονοι των θρυλικών Λωτοφάγων!

*   *  *

Στη σπηλιά του Κύκλωπα

Αφήνοντας αυτή τη χώρα, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φθάνουν στη γη των Κυκλώπων. Μαζί τους εισερχόμαστε πλέον για τα καλά στον χώρο του παραμυθιού, έτοιμοι να αντικρύσουμε, με τα μάτια του Οδυσσέα, τον τρομερό Πολύφημο μέσα στη σπηλιά του, χώρο τέλεσης ανίερης ανθρωποφαγίας.

Το ειδυλλιακό νησί του Κύκλωπα δεν αφήνει την παραμικρή υποψία για τις φρικαλεότητες που θα ακολουθήσουν.  Απ’ όλες τις περιπέτειες του Οδυσσέα αυτή απεικονίστηκε περισσότερο στην αρχαία ελληνική τέχνη γιατί διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας έντονα δραματικής ιστορίας:

  • άφιξη στο ειδυλλιακό και περίεργο τοπίο
  • το σπήλαιο και την παγίδευση μέσα σ’ αυτό
  • τον υπερφυσικό μονόφθαλμο βοσκό
  • την ανθρωποφαγία
  • το τέχνασμα του ονόματος με τη διττή ερμηνεία
  • την υπερβολική αδυναμία του Κύκλωπα για το κρασί
  • τη νάρκωσή του, συνέπεια της οινοποσίας
  • την τύφλωσή του
  • το άνοιγμα της βραχώδους εισόδου
  • την περιπετειώδη δραπέτευση και
  • την κατάρα του ηττημένου ανθρωποφάγου γίγαντα που προοιωνίζεται το ζοφερό μέλλον.

 

 

Γιατί ο Κύκλωπας Πολύφημος κατοικεί σε σπήλαιο; Η κοινωνία των Κυκλώπων είναι μια φυσική κοινωνία πρωτόγονων βουκόλων. Οι Κύκλωπες, χΧωρίς γεωργική ή άλλου είδους παραγωγική εργασία, βρίσκονται στους αντίποδες του πολιτισμένου κόσμου και ζουν σε έναν ακαθόριστο, γεωγραφικά, χώρο – αν και κάποιοι ερευνητές τους τοποθετούν στους πρόποδες της Αίτνας στη Σικελία ή σε κάποιο σπήλαιο στη νότια Ιταλία – έχουμε όμως κι εδώ στην Ελλάδα σπήλαια του Κύκλωπα. Είναι άνομοι, δίχως θεσμούς, και η οργάνωσή τους βασίζεται σε μια πρωτόγονη πατριαρχία όπου ο καθένας ορίζει την οικογένειά του χωρίς να ενδιαφέρεται για τους υπολοίπους.

Πολλά στοιχεία από την πλοκή αλλά και τα συμφραζόμενα του μύθου δείχνουν πως η περιπέτεια στη χώρα των Κυκλώπων έχει τις ρίζες της στην προϊστορική εποχή, σε έναν «πολιτισμό κτηνοτρόφων» της εποχής του Λίθου κατά την οποία οι άνθρωποι ζούσαν σε σπήλαια ή βραχοσκεπές και εξασφάλιζαν την τροφή τους με το κυνήγι ή με την κτηνοτροφία. Η σπηλιά δηλώνει, με έμφαση, την πολιτισμική κατάσταση των Κυκλώπων: καθυστερημένοι και αγροίκοι, απολίτιστοι, αγνοούν την κατοικία και την καλλιέργεια της γης· τόπος τους είναι τα βουνά και κατάλυμά τους τα θολωτά σπήλαια. Αντιπροσωπεύουν, με άλλα λόγια, το πρωτόγονο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας -την αρχή του πολιτισμού- η οποία στην ελληνική μυθολογία είναι μια εποχή πριν από την άφιξη του Προμηθέα και της φωτιάς.

Το σπήλαιο, βασικό γνώρισμα του ελληνικού τοπίου, διαδραματίζει μείζονα ρόλο τόσο στην πλοκή σπουδαίων μύθων όσο και στη λατρεία της ελληνικής θρησκείας· ήδη από την κρητομυκηναϊκή εποχή -αν όχι από πολύ ενωρίτερα- το σπήλαιο, συνήθως ευρισκόμενο εκτός των ορίων της πολιτισμένης ομάδας, ήταν ο χώρος όπου εκδηλώθηκαν συμπεριφορές έξω από τους κανόνες της κοινωνικής νομιμότητας.

Στην περίπτωση του οδυσσειακού μύθου, το σπήλαιο, ως κατοικία του απολίτιστου και ανθρωποφάγου Κύκλωπα, φορτίζει ψυχολογικά την αίσθηση της παγίδευσης και καθιστά εντονότερη την αδυναμία του ανθρώπου, επιτείνοντας τη δραματικότητα του επερχόμενου κανιβαλισμού.

Ένα άλλο θεμελιακό στοιχείο είναι το ένα και μοναχικό μάτι του Κύκλωπα, το οποίο διαδραματίζει πολύ συγκεκριμένο ρόλο στον οδυσσειακό μύθο, μια και δίνει κάποια ελπίδα σωτηρίας στον παγιδευμένο Οδυσσέα και τους συντρόφους του, κάποιες πιθανότητες απόδρασης από τη σπηλιά, την είσοδο της οποίας έχει κλείσει ο Πολύφημος με έναν τεράστιο βράχο. Μπορούμε λ.χ. να φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν ο Πολύφημος είχε δύο μάτια. Θα δημιουργούσε «προβλήματα» στον Οδυσσέα(!), καθότι σε μια τέτοια περίπτωση πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τον τυφλώσει… εκτός αν μηχανευόταν κάτι άλλο.

Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι οι Κύκλωπες, στην Οδύσσεια, δεν είναι αποκρουστικά τέρατα επειδή έχουν ένα μάτι, αλλά επειδή επιδίδονται στον κανιβαλισμό. Αυτό είναι το στοιχείο που τους προβάλλει ως τερατώδη όντα μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης απολίτιστης συμπεριφορά τους. Οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες του Ομήρου, με την υπερφυσική δύναμη και το παραμορφωμένο πρόσωπο, διέθεταν, παρά την ιδιομορφία τους, ανθρώπινες ιδιότητες, ομιλία και νου. Καθώς τα όντα αυτά, ανήκουν, κατά κάποιο τρόπο, στην κατηγορία του ανθρώπινου είδους, η ανθρωποφαγία τους είναι αποτρόπαια και ειδεχθής.

Από την άλλη το ερέθισμα για τη μυθοπλασία του μονόφθαλμου όντος ίσως να έχει κάποια ρεαλιστική βάση. Δεν υπονοώ ότι πράγματι υπήρχαν στα αλήθεια Κύκλωπες, ούτε θα συμφωνήσω με τον Ηρόδοτο, ο οποίος κατηγορηματικά μας διαβεβαιώνει ότι είναι δυνατόν να γεννηθούν άνθρωποι, όμοιοι καθ’ όλα με τους υπολοίπους αλλά με ένα και μοναδικό μάτι. Μπορούμε να υποθέσουμε μια περισσότερο αληθοφανή ιστορία. Ίσως, κάποιος αρχαίος βοσκός, ψάχνοντας το χαμένο του πρόβατο, να έπεσε από μια τρύπα στο εσωτερικό ενός σπηλαίου κάπου στην Ελλάδα. Και, ίσως, εκεί κατατρομαγμένος να βρέθηκε αντιμέτωπος με το απολίθωμα ενός προϊστορικού ελέφαντα ή μαμούθ. Ο βοσκός μας, που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ελέφαντα, θα ήταν εύκολο να εξαπατηθεί και να ερμηνεύσει λανθασμένα τη ρινική κοιλότητα του κρανίου του ελέφαντα, ως κόγχη για ένα και μοναδικό κεντρικό μάτι! Ίσως έτσι η οι απαρχές του ομηρικού θρύλου των Κυκλώπων να βρίσκονται στα απολιθώματα των νάνων ελεφάντων που βρέθηκαν τυχαία κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα και την Ιταλία.

Η είσοδος του Κύκλωπα στη σπηλιά κατατρόμαξε τους επισκέπτες. Δεν ήταν μόνο το πελώριο ανάστημα αλλά σειρά ενεργειών του. Η κατασπάραξη των πρώτων συντρόφων οδήγησε την αντοχή στο ακραίο όριο και έθεσε σε κίνηση αντίρροπες δυνάμεις. Σκέφθηκε ο άτυχος αρχηγός να του χώσει ένα ξίφος στην κοιλιά. Σύντομα όμως αναθεώρησε γιατί ο ασήκωτος βράχος στο στόμιο θα μετέτρεπε το σπήλαιο σε τάφο τους. Έπρεπε στην ωμή βία να αντιταχθεί δύναμη ισόβαρη. Και τέτοια δύναμη μόνο στον δόλο και την πανουργία υπάρχει. Εκείνη τη στιγμή τίθεται σε ενέργεια το σχέδιο της τύφλωσης του τέρατος που θα φέρει τη λύτρωση.

Όσοι σύντροφοι ξέφυγαν από τον κίνδυνο – έξι κατασπαράχθηκαν από τον φοβερό ανθρωποφάγο – τρέχουν στο πλοίο συναποκομίζοντας τα ζώα που τους έσωσαν. Καθώς το πλοίο απομακρύνεται από τη στεριά ξαναδυναμώνει η αγωνία εξαιτίας της αντίδρασης του τυφλωμένου γίγαντα στους προκλητικούς ερεθισμούς του Οδυσσέα.

Δύσκολα οι ταινίες τρόμου μπορούν να συναγωνιστούν σε συναισθηματική ένταση τις σκηνές που ο Κύκλωπας καταβροχθίζει τους συντρόφους του Οδυσσέα. Αλλά την ίδια στιγμή ο  Όμηρος έχει τη διάθεση να παίξει με το συναίσθημα, κάνοντας τον τόνο τρυφερό, ιδιαίτερα στο σημείο που ο τυφλωμένος Κύκλωπας μιλά με το αγαπημένο του κριάρι. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, και αν βέβαια ξεχάσουμε τους κατασπαραγμένους συντρόφους, μπορεί κανείς με παράφορο συναισθηματισμό να νιώσει, πώς να το πω, κάποια συμπόνια για αυτό το ανθρωποφάγο τέρας με ειδικές ανάγκες – μονόφθαλμο εκ γενετής! – και τότε ίσως να μονολογήσει όπως ο Αμερικανός συγγραφέας Hanson:

«Ο καημένος ο Κύκλωπας! Μέχρι να φθάσει ο Οδυσσέας με τους άρπαγες εκμεταλλευτές του και με το «νερό της φωτιάς», είχε μια Εδέμ, δεν πείραζε κανέναν, ήταν περήφανος για τον ντόπιο πολιτισμό του και τους γηγενείς θεούς του. Μειονεκτούσε βέβαια από άποψη όρασης (αλλά ποιος μπορεί να πει ότι τα δυο μάτια είναι το φυσιολογικό; – κάπως έτσι, νομίζω, θα σκεφτόταν ένας «μεταμοντέρνος» Κύκλωπας, αν ζούσε στην εποχή μας). Και όμως, έβοσκε τα πρόβατα και τα γίδια του φροντίζοντας για τη αειφορία των φυσικών πόρων, επικοινωνούσε με τα ζώα και τρεφόταν με το γάλα και τυρί (α, ναι, μερικές φορές και με ανθρώπους, αλλά αυτό το τελευταίο το έκανε εν βρασμώ ψυχής!). Στην αμόλυντη γη του, με τη σπάνια και προστατευμένη πανίδα και χλωρίδα, η κατάχρηση ουσιών ήταν άγνωστη και υπήρχε μια διαχείριση των πόρων από ισότιμους αυτόχθονες σε οικολογική ισορροπία, χωρίς γραμμικές ιεραρχίες, όπου κατασκευάσματα όπως ο γάμος, η οικογένεια, η θρησκεία ή ο νόμος δεν μπορούσαν να ηρωοποιήσουν κάποια ομάδα εις βάρος κάποιας άλλης».

Αυτό το «άκακο» τερατάκι το μόνο που έκανε, θα πει ο ίδιος, ήταν να υπερασπιστεί τα εξαιρετικής ποιότητας τυριά του. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ήταν εκείνοι που εισέβαλαν απρόσκλητα στον δικό του χώρο.

Πόσοι λέτε σήμερα δεν θα έβρισκαν συγκλονιστικό να παρακολουθήσουν, λ.χ. από ένα «θεωρείο» στη σπηλιά του Πολύφημου τη σκηνή κατά την οποία ο μονόφθαλμος γίγαντας καταβροχθίζει τους απρόσκλητους επισκέπτες; Βέβαια κάποιοι άλλοι, ίσως υπερβολικά σκεπτικιστές, θα αντιτάξουν τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας απόπειρας: «υπερβολικά μεγάλο κόστος, δύσκολα να ελέγξεις τον χώρο, και το σημαντικότερο, ποιος θα υποδυθεί τους συντρόφους του Οδυσσέα».

Αλλά μήπως σήμερα αυτός δεν είναι ο τρόπος που σχεδόν παθητικά έχουμε υιοθετήσει για τη θέαση της πραγματικότητας γύρω μας; Μήπως δηλαδή όλοι μας, μαζικά, δεν παρακολουθούμε από ένα «θεωρείο» όσα ανθρωποβόρα εκτυλίσσονται «στη μεγάλη σπηλιά του σύγχρονου κόσμου»;

Στο επεισόδιο προβάλλεται η κατίσχυση της ηθικής τάξης έναντι της κυριαρχίας του χάους και της βίας. Ο Κύκλωπας επειδή ξεπέρασε το όριο της ηθικής με σαρκασμό και περιφρόνηση, διέπραξε ύβρη και τιμωρήθηκε. Το ίδιο όμως θα πάθει σε λίγο με το σειρά του και ο Οδυσσέας καθώς μίλησε με υβριστικό τρόπο για το θεό Ποσειδώνα.

Η τύφλωση του Πολύφημου από τον Οδυσσέα είναι η επιβολή της ανθρώπινης εξυπνάδας στην κτηνώδη δύναμη, η νίκη του νηφάλιου και σώφρονα εναντίον του μεθυσμένου και ανόητου τέρατος. Ωστόσο ο μύθος δεν είναι ύμνος στην επηρμένη ανθρώπινη διάνοια· μεταξύ άλλων, είναι ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης. Η έπαρση του Οδυσσέα –ο οποίος φεύγοντας μιλά με αλαζονεία στον τυφλωμένο γίγαντα- συνιστά ύβρη που προκαλεί την κατάρα του Πολύφημου, ζητώντας από τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα, να τιμωρήσει τον άνθρωπο που τον ξεγέλασε και τον τύφλωσε. Ο Οδυσσέας, καταλαβαίνοντας ότι υπερέβη τα όρια, θυσιάζει στους θεούς κριάρι για να τους εξευμενίσει και να εισακούσουν την προσευχή του.

*   *  *

 Νησί Αιόλου

Δεν έχουν καλά καλά αφήσει τη χώρα των Κυκλώπων και προσορμίζουν σε ένα άγνωστο νησί στο πουθενά. Μάλιστα είναι πλωτό, δεν είναι ριζωμένο στη γη αλλά κινείται. Ολόγυρα υψώνονται θεόρατα τείχη, φτιαγμένα από χαλκό, υπάρχουν επίσης βράχια και στο κέντρο του νησιού ζει ο βασιλιάς Αίολος. Ζει μαζί με την οικογένειά του απόλυτα απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν συναντά ούτε άνθρωπο ούτε θεό. Υποδέχονται τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του πολύ καλά και του ζητούν να τους πει τα νέα του έξω κόσμου. Εκείνος τους λέει τα πάντα για τον πόλεμο της Τροίας, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Όλοι χαίρονται και υπόσχονται στον Οδυσσέα πως θα τον βοηθήσουν να γυρίσει στην πατρίδα του.

Στη θάλασσα όμως οι ναυτικοί βρίσκουν το δρόμο τους με τη βοήθεια των ανέμων, αυτοί είναι οι δρόμοι της θάλασσας. Και ο Αίολος, λοιπόν, που είναι ας πούμε ο «σταθμάρχης των ανέμων» είναι ο κατάλληλος για να οδηγήσει τον Οδυσσέα. Από αυτό το πλωτό νησί διευθύνει τη διεθνή ναυσιπλοΐα της εποχής. «Είναι απλό λοιπόν», του λέει ο Αίολος «θα σου δώσω ένα ασκί με όλους τους ανέμους μέσα. Ο ασκός είναι κλεισμένος με ένα ασημένιο νήμα. Το μόνο που δεν πρέπει είναι να τον ανοίξεις. Εγώ θα αφήσω τον ζέφυρο και αυτός θα σε οδηγήσει στην Ιθάκη».

 

 

Μα οι σύντροφοι, που δεν ήταν μπροστά στην κουβέντα, αναρωτιούνται: «Τι είναι ετούτος ο ασκός; Έχει μέσα χρυσάφι, ασήμι, πράγματα πολύτιμα;»

Και, όταν κοντεύουν να φτάσουν στην Ιθάκη τι νομίζετε ότι κάνεις ο Οδυσσέας; Πηγαίνει και αποκοιμιέται! Βλέπουμε ότι στις πιο κρίσιμες ώρες τον Οδυσσέα τον πιάνει υπνηλία.

Οι σύντροφοι δεν χάνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη και ανοίγουν τον ασκό! Αμέσως απελευθερώνονται οι άνεμοι και σπρώχνουν τα καράβια πάλι πίσω στον Αίολο. Αλλά εκείνος αυτή τη φορά τους διώχνει.

Που ήταν το νησί του Αιόλου; Η επικρατέστερη παράδοση θέλει τον Αίολο να κατοικεί στο σύμπλεγμα των ηφαιστειογενών νήσων Λιπάρι που βρίσκονται βορείως της Σικελίας, δυτικά της Κάτω Ιταλίας και ονομάζονται Αιολίδες ή Αιόλια Νησιά. «Η Στρογγύλη», γράφει ο Στράβων, «λέγεται έτσι από το σχήμα, και είναι και αυτή πυρωμένη, έχει μικρότερη τη φλόγα, αλλά φέγγει περισσότερο. Εδώ λένε ότι κατοικούσε ο Αίολος». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι έξι γιοί και οι έξι θυγατέρες του Αιόλου συμβολίζουν τα έξι νησιά γύρω από τη Στρογγύλη και ότι οι δίδυμοι κρατήρες, σε δύο από αυτά, είναι η συμβολική εικόνα του παντρεμένου ζεύγους!

*   *  *

 Λαιστρυγόνες

Μετά από τον Αίολο ο Οδυσσέας φθάνει στους Λαιστρυγόνες. Θέλει να μάθει ποιοι κατοικούν σε αυτόν τον άγνωστο τόπο, αν «τρώνε ψωμί» -υπαινιγμός και φόβος μαζί για την ανθρωποφαγία- αν είναι πολιτισμένοι, βάρβαροι, φιλόξενοι… Καταφθάνουν χιλιάδες Λαιστρυγόνες, γίγαντες πραγματικοί, και αρχίζουν να αφανίζουν τους ξένους εκσφενδονίζοντας τεράστια βράχια. Οι Έλληνες πέφτουν στο νερό και οι Λαιστρυγόνες τους ψαρεύουν, όπως κάποτε τους τόνους, που τους συγκέντρωναν σε ένα μέρος και όταν ήταν όλοι εκεί τους έπιαναν με τα καμάκια. Σώζεται μόνο το πλοίο του Οδυσσέα.

 

 

Οι Λαιστρυγόνες έρχονται να συμπληρώσουν με έναν πολύ κυνικό τρόπο την εικόνα μιας βάρβαρης ανθρωπότητας που την πρωτογνώρισε ο Οδυσσέας στη χώρα των Κυκλώπων. Πάντως Ενδείξεις μέσα στο ίδιο το ομηρικό κείμενο και συγκεκριμένα μια αναφορά για το κάστρο του Λάμου, μυθικό βασιλιά των Λαιστρυγόνων, το οποίο ο ποιητής τοποθετεί στην Τηλέπυλο της Λαιστρυγόνας, ήταν στοιχεία επαρκή για κάποιους ερευνητές ώστε να αναζητήσουν πάνω στο χάρτη τη χώρα αυτή. Η ομηρική λέξη «Τηλέπυλος» ( = «Μακρινή Πύλος») δεν μπορεί παρά να συσχετιστεί με τη γνωστή μεσσηνιακή Πύλο, έδρα του βασιλιά Νέστορα. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι πρώτοι Έλληνες άποικοι εγκαθίστατο συνήθως σε μέρη που τους θύμιζαν την πατρίδα τους, μπορεί ίσως να εικάσει πως ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ονόμασαν Τηλέπυλο την άγνωστη χώρα των Λαιστρυγόνων, επειδή το λιμάνι προσομοίαζε σε εκείνο της ομηρικής Πύλου στη Μεσσηνία. Πράγματι -και αυτό είναι γοητευτικό για τον ερευνητή- στο δυτικά άκρο της Σικελίας υπάρχει το ακρωτήριο Δρέπανα (σημερινό Τραπάνι), του οποίου η ομοιότητα με το ομηρικό λιμάνι της μεσσηνιακής Πύλου, είναι μεγάλη.

Κάποιοι άλλοι ερευνητές τοποθετούν την Τηλέπυλο στο Μπονιφάτσιο της νότιας Κορσικής. Εκεί μάλιστα υπάρχει σήμερα μια σπηλιά όπου οι ντόπιοι θεωρούν ότι είναι η λεγόμενη «πηγή Αρτακία». Μάλιστα έχουν αναρτήσει μια πλάκα που γράφει: «Σε αυτήν την πηγή την οποία ο Όμηρος ονόμασε Αρτακία με τα ωραία ύδατα, τρεις σύντροφοι του Οδυσσέα σταμάτησαν να πιουν νερό και να ξαποστάσουν και τότε συνάντησαν την κόρη του βασιλιά [των Λαιστρυγόνων] Αντιφάτη».

*   *  *

 Νησί Κίρκης

Το μοναδικό από τα δώδεκα πλοία του Οδυσσέα, που διασώθηκε από τη μανία των Λαιστρυγόνων, έφθασε στο μυστηριώδες νησί Αία, όπου κατοικούσε η μάγισσα Κίρκη. Ο Όμηρος την παρουσιάζει σαν μια δαιμονική θεά με υπέροχες πλεξούδες και ανθρώπινη λαλιά ενώ το νησί σαν ένα παράδεισο που βρισκόταν στη μέση του πελάγους, με πυκνούς δρυμούς και εντυπωσιακή βλάστηση. Ελάφια και εξωτικά ζώα, λύκοι και λιοντάρια ζούσαν ελεύθερα κι’ ένα ποτάμι διέσχιζε το νησί και το έκαμε ακόμη πιο εύφορο·  καταμεσής στα δάση και στα ρουμάνια του παραμυθένιου νησιού δέσποζε πάνω σε ύψωμα το παλάτι της μάγισσας, κτισμένο με πέτρα πελεκητή.

Η μάγισσα Κίρκη, θελκτική, γεμάτη γοητεία, είναι η αρχόντισσα των μαγικών βοτάνων και κάθε είδους μαγγανείας και φαρμακευτικών ουσιών. Γητεύει με την ομορφιά της. Μυστήρια, ανεξήγητη, περνά τις μέρες της στην παραδείσια Αία, το νησί της, που κι’ αυτό μοιάζει να χάνεται κάπου ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Όλα γίνονται εφικτά χάρη στην ποιητική φαντασία του Ομήρου και στη διάθεσή του να αποδώσει με στίχους τη μαγική ατμόσφαιρα της Ανατολής, έστω κι αν αυτό προσκρούει με τη λογική της «γεωγραφίας» του.

 

 

Ο Στράβων μας λέει πως  το μαγικό νησί της Κίρκης δεν ήταν παρά το όρος Κιρκαίο, λίγα χιλιόμετρα νότια της Ρώμης. Εξηγεί, μάλιστα, πως ο Όμηρος μιλά για νησί επειδή το Κιρκαίο, όταν το έβλεπε κανείς από τη θάλασσα, μοιάζει με νησί. Σήμερα το όρος Κιρκαίο, που σχηματίζει ένα ακρωτήριο στον κόλπο της Γκαέτας, έχει κηρυχθεί από την κυβέρνηση της Ιταλίας σε εθνικό πάρκο.

Για πολλούς Έλληνες της μεθομηρικής εποχής, η Κίρκη ήταν η «τρομερή θεά» της ερωτικής μαγείας που καθιστά τους άνδρες άχρηστους και πειθήνιους και μάλιστα επικίνδυνη γιατί τα βότανά της έπλητταν τον νου, υποσκάπτοντας έτσι την υπεροχή της υγιούς διάνοιας πάνω στο σώμα.

Πράγματι η μάγισσα έδωσε στους συντρόφους του Οδυσσέα ένα ρόφημα από γάλα, μέλι και βότανα, και μέσα στο ζουμί έριξε ένα μαγικό φίλτρο. Αμέσως μεταμορφώθηκαν σε γουρούνια.

Ειλικρινά δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτές τις … «ιδιαίτερες» προτιμήσεις της Κίρκης…

Όπως να έχει, ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια ενός μαγικού αντιφάρμακου, του αινιγματικού φυτού «μώλυ», που του προσφέρει ο Ερμήςη ενσάρκωση του ορθού λόγου– κατόρθωσε να ανταπεξέλθει στα μάγια της Κίρκης. Προηγουμένως –παίρνοντας επιπρόσθετα μέτρα προστασία, την έβαλε να ορκιστεί – στον «μεγάλο όρκο των θεών» και στα Ύδατα της Στυγός- ότι, αν πλαγιάσει μαζί της, δεν θα του πάρει τον ανδρισμό. Της ζητά επίσης να ξανακάνει ανθρώπους τους συντρόφους. Εκείνη, παραδομένη, χτυπά το ραβδί της και ξαναγίνονται άνθρωποι, εννοείται πιο νέοι και πιο όμορφοι.

Όποιος θέλει, μπορεί να δοκιμάσει τη συνταγή.

Η Κίρκη, ακίνδυνη πια, γίνεται μια καλή μάγισσα και εξηγεί στον Οδυσσέα τι πρέπει να κάνουν προκειμένου να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Πρέπει να πάνε στα σύνορα του ανθρώπινου κόσμου, εκεί που ανοίγονται οι πύλες του Άδη, ο υποχθόνιος κόσμος όπου βρίσκονται όλοι οι νεκροί και να συμβουλευτούν τον νεκρό μάντη Τειρεσία.

*   *  *

 Άδης

Για τους Έλληνες ο κόσμος περιβαλλόταν από έναν απέραντο ωκεανό, από ένα μεγάλο ποτάμι, που σηματοδοτούσε τα όρια του κόσμου. Όταν κάποιος περάσει τον ποταμό Ωκεανό, βρίσκεται έξω από τον κόσμο, και εκεί ανοίγονται οι πύλες του Άδη, στη χώρα των Κιμμερίων, όπου η νύχτα είναι αδιάκοπη, χωρίς την παραμικρή ακτίνα ήλιου.

Έτσι ξεκίνησαν, μέσα σε θρήνους, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, το μαγικό ταξίδι για τον Άδη. Η Κίρκη είχε πει στον Οδυσσέα πως, μόλις διασχίσει τον Ωκεανό «με τις βαθιές του δίνες», θα φθάσει σε μια χαμηλή ακτή όπου θα δει τα άλση της Περσεφόνης, «με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν» κι’ εκεί, σ’ ένα σημείο, όπου οι ποταμοί Πυριφλεγέθων (ο Φλεγόμενος) και ο Κωκυτός (ο ποταμός των θρήνων), που πηγάζει από τα ύδατα της Στυγός, σμίγουν  με τον Αχέροντα, «με γδούπο τρομερό», υπάρχει «ένας μεσιανός βράχος» που είναι η είσοδος του Άδη. Πράγματι, μετά από ταξίδι μιας ημέρας, το καράβι του Οδυσσέα, βοηθούμενο από τον βόρειο άνεμο που έστειλε η Κίρκη, φθάνει στον προορισμό του.

Που είναι άραγε οι πύλες του Άδη; Άλλοι ερευνητές τις αναζήτησαν πέρα από το Γιβραλτάρ, στον Ατλαντικό Ωκεανό, άλλοι στο νεκρομαντείο του Αχέροντα στη Θεσπρωτία και άλλοι κοντά στην ιταλική Νεάπολη, στα Φλεγραία Πεδία της Καμπανίας, όπου βρίσκεται η Λίμνη Άορνος.

Ωστόσο ο Όμηρος εντάσσει και αυτή την περιπέτεια στις «μαγικές» περιπλανήσεις του ήρωα και σκοπός του δεν είναι να προσδιορίσει τις Πύλες του Άδη, αλλά να προβάλλει μια υπερκόσμια εικόνα μέσα από ένα «αμάλγαμα» γεωγραφικών και μυθολογικών στοιχείων. Η πορεία του Οδυσσέα στον Άδη πρέπει να ερμηνευθεί ως η απόπειρα επίτευξης του ανέφικτου και, αν μάλιστα συγκριθεί με την ανάλογη πράξη του Ηρακλή, θα πρέπει να θεωρηθεί σαν μια δοκιμασία στην οποία, ο Οδυσσέας, υποχρεούται να ανταπεξέλθει επιτυχώς για να φθάσει στην πατρίδα του· ο δρόμος του νόστου περνά μέσα από τους νεκρούς. Το πέρασμα του Οδυσσέα από τον τρομερό Άδη δείχνει πως η νοσταλγία για την επιστροφή στην πατρίδα ξεπερνούσε τους ίδιους τους φόβους του.

Αντί όμως να λάβει οδηγίες που θα τον βοηθούσαν στον περιπόθητο νόστο, πήρε από την ψυχή του Θηβαίου μάντη, μια σκοτεινή απειλή για το μέλλον και ακόμη μια πρόβλεψη για τον ίδιο του τον θάνατο· για τη δυσοίωνη αυτή αναγγελία ο Όμηρος διάλεξε τον Τειρεσία, τον προφήτη της τραγικής μοίρας. Ο Τειρεσίας δίνει συμβουλές στον Οδυσσέα πως θα περάσει από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και από εκεί πως φθάνοντας στο νησί Θρινακία, αν θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα, δεν πρέπει να πειράξουν τα ιερά βόδια του θεού Ήλιου.

*   *  *

 Σειρήνες

Μα πρώτα έφθασαν, όπως τους είχε προειδοποιήσει η Κίρκη, στο νησί των Σειρήνων. Ξαφνικά, εκεί που το πλοίο ταξίδευε με πρίμα τον αέρα, αμέσως «έπεσε ο άνεμος, άπλωσε η νηνεμία, γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα».

Η απόλυτη γαλήνη καθιστά το περιβάλλον σχεδόν υπερκόσμιο, εξωτικό. Μάζεψαν γρήγορα τα πανιά, βούλωσαν με κερί τα αυτιά τους για να μη ξελογιαστούν από τα σαγηνευτικά τραγούδια και αφού δέσανε σφιχτά τον Οδυσσέα στο κατάρτι, βάλθηκαν να κωπηλατούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μέσα στην τρομακτική και αγχώδη γαλήνη, τη σχεδόν «επιθανάτια», το καράβι τους πέρασε, σε μικρή απόσταση, από την «Ανθεμόεσσα», το νησί όπου κατοικούσαν οι Σειρήνες. Οι Σειρήνες, καθισμένες στο ανθοστόλιστο λιβάδι τους –διάσπαρτο ωστόσο με «σωρούς κόκαλα και ανθρώπινες σάρκες»- μόλις κατάλαβαν πως πλησίαζαν οι ταξιδιώτες, άρχισαν να τραγουδούν γλυκά, προσκαλώντας τον Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας, μαγεμένος από το τραγούδι τους, παρακαλά με νοήματα τους συντρόφους του να τον λύσουν, αλλά εκείνοι, από φόβο, τον δένουν ακόμη πιο σφιχτά.

Ο Όμηρος δεν περιγράφει τις Σειρήνες και αφήνει ελεύθερη τη φαντασία μας να τις δει όπως επιθυμεί· έτσι στο πέρασμα των αιώνων άλλαξε και η όψη τους και ο αριθμός τους. Η «γλυκιά φωνή» με την οποία είναι προικισμένες στην Οδύσσεια, είναι το έναυσμα για τις μετέπειτα περιγραφές: θηλυκές θεότητες, στενά συσχετισμένες με το νερό, τον έρωτα και τον θάνατο, ή δαιμονικά όντα με κεφάλι ανθρώπινο και σώμα αρπακτικού πτηνού. Ο Οβίδιος τις περιγράφει σαν πουλιά με κοκκινωπά φτερά και κοριτσίστικα πρόσωπα, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος κατά το ήμισυ γυναίκες και κατά το ήμισυ θαλασσοπούλια, ενώ μεταγενέστερες παραδόσεις τις θέλουν μισές γυναίκες και μισές ψάρια, θαλάσσιες νύμφες, τέρατα και δαίμονες. Κάποιες νεώτερες απόψεις ερμηνεύουν τις Σειρήνες ως ψυχές πεθαμένων που πήραν τη μορφή πουλιού, είδος «αγγέλου του θανάτου» ή υβριδικά όντα, υπάρξεις που οφείλουν τη δημιουργία τους στις επιδράσεις του ανατολικού και αιγυπτιακού κόσμου, δαίμονες του θανάτου που διψούν για αίμα και ερωτικές απολαύσεις, όπως οι Λάμιες και οι Άρπυιες ή πνεύματα από το υπερπέραν, «Μούσες του Κάτω Κόσμου», που ενσαρκώνουν τη νοσταλγία για έναν πλασματικό παράδεισο.

Σύμφωνα με μια εκδοχή το σώμα μιας από τις Σειρήνες, της Παρθενόπης, το ξέβρασε η θάλασσα στην ακτή της Καμπανίας και έτσι πήρε το όνομά της η ελληνική πόλη που αργότερα μετονομάστηκε Νεάπολη· εκεί, για κάποιους αιώνες, οι κάτοικοι έδειχναν το «μνήμα της Παρθενόπης, που ήταν μία από τις Σειρήνες». Από κάποιους, η νήσος Κάπρι (Capri), στον κόλπο της Νάπολης, διάσημο σήμερα θέρετρο της Ιταλίας, ταυτίζεται με το νησί των Σειρήνων.

Από το μυθικό ακρογιάλι των ανθρωποφάγων Σειρήνων, γεμάτο ανθρώπινα κουφάρια, θλιβερά απομεινάρια των ανίδεων και παράτολμων που επιχείρησαν να ακούσουν το μαγικό τραγούδι των σαγηνευτικών τεράτων, δεν απέμεινε παρά μόνο η «γλυκόηχη» ανάμνηση του τραγουδιού τους· και αν ποτέ κανείς από εσάς βρεθεί, μέσα στο κατακαλόκαιρο, σε κάποια ακρογιαλιά του Σορρέντο ή του Κάπρι, ίσως και «ακούσει» μέσα στον σειρό (θερινό καύσωνα) και στην απόλυτη νηνεμία της θάλασσας,  τη μουσική αρμονία της φύσης – την «αρμονία των σφαιρών» – και να ονειρευτεί, σαν τους παλιούς ναυτικούς, τις μυθικές Σειρήνες και να αναφωνήσει, εκστατικός, σαν τον λυρικό ποιητή Αλκμάνα: «η Μούσα φωνάζει, η καθαρόφωνη Σειρήνα!». Οι αρχαίοι πίστευαν πως η φωνή των Σειρήνων ισοδυναμούσε με τη «δια πασών των χορδών συμφωνία» (δηλαδή το διάστημα 8ης), που περιέχει τους θεμελιώδεις αρμονικούς λόγους και γι’αυτό μετονομάστηκε σε «αρμονία». Ακόμη και ο Πλάτωνας πίστευε πως η μουσική των σφαιρών δημιουργείται από οκτώ Σειρήνες, που η καθεμιά τους είναι υπεύθυνη για έναν διαφορετικό φθόγγο της διατονικής κλίμακας.

*   *  *

 Σκύλλα και Χάρυβδη

Το πλοίο του Οδυσσέα έφθασε μέσα σε λίγη ώρα στους δίδυμους σκοπέλους όπου παραμόνευαν τα θαλάσσια τέρατα Σκύλλα και Χάρυβδη· το κακό που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν ήταν φρικτό και ανείπωτο τόσο που ο Οδυσσέας δεν βρήκε το κουράγιο να το αποκαλύψει στους συντρόφους του.

Δυο τέρατα λοιπόν έχει να αντιμετωπίσει, από τη μια τη Χάρυβδη την «ωμόβροτο», «θέαμα τρομερό! Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν’ αφρίζει, λες κι ήτανε λεβέτι σε δυνατή πυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά, να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου. Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας, έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογκούσε ο βράχος κι έτριζε φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος», που ενσαρκώνει τον απόλυτο αφανισμό, την εκμηδένιση, την αποπομπή και την αποδόμηση του ανθρώπινου πνεύματος· και από την άλλη τη Σκύλλα την πολύποδη και μυριοκέφαλη στα βράχια της ακτής, χαμός του ναύτη, που συμβολίζει τη μανιασμένη θάλασσα, που συντρίβει στα βράχια τα ξυλάρμενα.

Οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τα δύο τέρατα στα Στενά της Μεσσήνης, στον πορθμό που σχηματίζεται ανάμεσα στη Σικελία και στην ιταλική ακτή ενώ τον βράχο, στον οποίο βρισκόταν το σπήλαιο της Σκύλλας, τον τοποθετούσαν στο νοτιοδυτικό ακρωτήριο της Καλαβρίας στην Ιταλία, γνωστό και ως «Σκύλλαιον άκρον». Ένας ψηλός και κρημνώδης βράχος έφθανε για να ζωντανέψει στη φαντασία των περαστικών τον θρύλο της Σκύλλας. Στο ακρωτήριο αυτό, ανάμεσα στο Ρήγιο και τη Μέδμη, βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη «Σκύλλαιο», η οποία διατηρεί, μέχρι σήμερα, το αρχαίο της όνομα Scilla.

Λεγόταν πως κατά τους αρχαιότατους χρόνους, πριν από την άφιξη των Ελλήνων, τα καράβια δεν μπορούσαν να περάσουν εύκολα από τα Στενά της Μεσσήνης γιατί η «Σκύλλα» και η «Χάρυβδη» ήταν ορμητήρια πειρατών. Τα στενά, ωστόσο, ήταν πλούσιοι ψαρότοποι, γεγονός το οποίο υπαινίσσεται, σαφώς, ο Όμηρος περιγράφοντας τη Σκύλλα να «ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από το βράχο,| δελφίνια και σκυλόψαρα, αλλά και ο Στράβων λέει ότι υπήρχαν εκεί κοπάδια τόννων και δελφινιών, σκυλόψαρα και αναρίθμητοι ξιφίες.

*   *  *

 Νησί Ήλιου

Έχοντας χάσει έξι συντρόφους στη Σκύλλα, ο Οδυσσέας φθάνει κάποτε με το πλοίο του στο νησί Θρινακία, στο νησί του Ήλιου, που κάποιοι νομίζουν πως δεν άλλο από τη Σικελία. Πεινούν και δεν έχουν φάει τίποτα. Η πείνα βασανίζει την κοιλιά τους. Κανονικά θα έδεναν στο νησί για μία μόνο νύχτα, αλλά για δεκαπέντε ημέρες μαίνεται τρομερή καταιγίδα και δεν μπορούν να φύγουν. Πεθαίνουν της πείνας, ψαρεύουν λίγο, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, έχουν ξοδέψει όλες τις προμήθειες και τότε ο Οδυσσέας διαπράττει ξανά το ίδιο σφάλμα: ανεβαίνει σε ένα ύψωμα να συμβουλευτεί τους θεούς και εκεί βυθίζεται στον ύπνο.

Θα πείτε: «άνθρωπέ μου τώρα βρήκες να κοιμηθείς; Ήδη δεν κατάλαβες μία φορά τι είναι ικανοί να κάνουν οι σύντροφοί σου όταν τους αφήσεις για λίγο μόνους;».

Εν τω μεταξύ καταλαβαίνετε τι έκαναν οι σύντροφοι: πήραν τις πιο αφράτες γελάδες, τις έσφαξαν, τις έψησαν και τις έφαγαν. Ο Οδυσσέας ξύπνησε – να υποθέσουμε από την τσίκνα; – και έτρεξε αμέσως. Ήταν όμως αργά. «Είστε τρελοί!», τους λέει. Αλλά το κακό είχε γίνει και συνέχισαν να τρώνε για τρεις ημέρες – μέσα στη στενοχώρια του μάλλον θα δοκίμασε και ο Οδυσσέας. Την τέταρτη μέρα έπεσε ο άνεμος και αναχώρησαν ανυποψίαστοι. Δεν χρειάζεται να σας πως ότι όλο το πράγμα στη συνέχεια ήταν σχεδιασμένο από τον Ήλιο, που θυμωμένος απευθύνθηκε, σε ποιον άλλον, στον Ποσειδώνα αλλά και στον Δία και ζήτησε δικαιοσύνη: «τιμωρήστε τους».

*   *  *

Καλυψώ

Η συνέχεια είναι γνωστή. Αφήνοντας το νησί του Ήλιου, το πλοίο του βυθίζεται και – μόνος– ο Οδυσσέας φθάνει στο νησί της Καλυψώς, από όπου θα φύγει μετά από επτά χρόνια.

 Φαιακία

Ο Οδυσσέας, έχοντας φύγει από το νησί της νύμφης Καλυψώς, ταξίδευε 17 μερόνυχτα, πάνω στη σχεδία του, όταν τη δέκατη όγδοη μέρα άρχισε να διακρίνει «τα βουνά» της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων, που από την αρχαιότητα θεωρείται ότι είναι η Κέρκυρα. Επιστρέφοντας ο Ποσειδώνας από τη χώρα των Αιθιόπων, είδε να αρμενίζει στη θάλασσα ο Οδυσσέας και να πλησιάζει στη Σχερία. Αμέσως τον κυρίεψε η οργή και «τα σύγνεφα συνάζει και στα χέρια| την τρίαινά του αδράχνοντας, το πέλαο συνταράζει,| κι όλες τις μπόρες σήκωσε κάθε λογής ανέμου| και σκέπασε στεριά μαζί και θάλασσα με νέφια….θεριά μεγάλα κύματα στο διάβα του κυλώντας.» [Οδ., ε’, 291-296]. Βούλιαξε τη σχεδία του Οδυσσέα που βρέθηκε στη θάλασσα.

Ο Οδυσσέας, παλεύοντας με τα κύματα, ξεβράζεται σε μια ακροποταμιά και για να μην τον σκοτώσει η δροσιά της νύχτας και το αγιάζι, σωριάζει φύλλα σε στρώμα παχύ και σκεπάζεται κιόλας με τα αυτά και αποκαμωμένος βυθίζεται στον ύπνο. <Εδώ σώζεται μια αρχαιοπαράδοτη ύλη του έπους, με τον Οδυσσέα να κοιμάται πάνω σε στρώμα φύλλα δίπλα σε ένα ποτάμι. Πρόκειται για ύπνο μυητικό, διαβατήριο, που μαρτυρείται πολλαπλώς στην αρχαία ελληνική παράδοση (στη Σπάρτη, την Κρήτη και αλλού). >

Το ίδιο βράδυ μια άλλη σκηνή ύπνου εκτυλίσσεται στο παλάτι των Φαιάκων, στον θάλαμο όπου κοιμάται η βασιλόπουλα Ναυσικά. Το δωμάτιο της Ναυσικάς παρουσιάζεται σαν παραμυθένιο, κατάστικτο από ομορφιά. Εδώ χρησιμοποιείται το μοτίβο του ονείρου για να προωθηθεί ο μύθος. Η Αθηνά εμφανίζεται στον ύπνο της Ναυσικάς με τη μορφή της στενής φίλης της, και την παρωθεί την αυγή μαζί με τις θεραπαινίδες της να πάει στο ποτάμι για να πλύνει τα ρούχα, γιατί πλησιάζει η ώρα του γάμου της.

Η Ναυσικά και η συντροφιά της έχουν φθάσει στο ποτάμι για να πλύνουν τα ρούχα. Λύνουν τα ζώα, πλένουν και απλώνουν τα ρούχα, και έπειτα αλαφρωμένες και από τα δικά τους αρχίζουν να παίζουν στο ποτάμι, κοντά στη θάλασσα λίγο πιο πέρα από κει που το κύμα έχει βγάλει τον πολυβασανισμένο ήρωα. Οι κοπέλες τέλειωναν το παιχνίδι τους και ετοιμάζονταν να γυρίσουν στην πόλη, όταν το λαθεμένο ρίξιμο της σφαίρας τους – έβαλε και η Αθηνά το χεράκι της – ξύπνησε τον Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας ξυπνά και με την εμφάνισή του οι θεραπαινίδες το βάζουν στα πόδια και αφήνουν μόνη της τη Ναυσικά. Αντίδραση δικαιολογημένη. Δίχως να το περιμένουν, εκεί στην ερημιά είχε προβάλει ξαφνικά ένας άντρας άγνωστος, αγριεμένος από την άρμη της θάλασσας, ολόγυμνος – το μόνο που είχε προφτάσει να κάνει ο Οδυσσέας ήταν να σκεπάσει την ντροπή του με ένα κλαδί. Μονάχα η Ναυσικά μένει ατάραχη στο σημείο. Δεν θα ήθελα από αυτό, αγαπητοί φίλοι, να βγάλετε βιαστικά συμπεράσματα για το κορίτσι – δεν είναι περίεργη. Είναι που της στυλώνει την καρδιά η θεά Αθηνά, που την παρακινεί να παραμείνει!

Η πρώτη συνάντηση λοιπόν του Οδυσσέα με τη Ναυσικά γίνεται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, μέσα στη ζέστη του δειλινού και την υγρασία της θάλασσας. Η σκηνή της συνάντησης είναι αριστουργηματική. Ο ποιητής περιγράφει την εμφάνιση του Οδυσσέα, καθώς βγαίνει από τα κλαδιά, και τον παραβάλλει με λιοντάρι πεινασμένο. Ο Οδυσσέας στην αρχή σκέφθηκε να προσπέσει στα γόνατα της νέας ως ικέτης, ύστερα όμως το βρήκε άπρεπο. Γι’ αυτό της μίλησε από μακριά από φόβο μήπως αν σιμώσει, τρομάξει εκείνη και φύγει. Ο λόγος του είναι παρακλητικός.

Αντικρίζοντας τη Ναυσικά η διάθεση του Οδυσσέα κάθε άλλο παρά κατάλληλη είναι αυτή τη στιγμή να καμαρώσει τη γυναικεία ομορφιά· το μόνο που δεν θα είχε  στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή είναι η ερωτική περιπέτεια. Ο άνθρωπος είναι εξαντλημένος από τη μάχη του με τα κύματα· στη σκέψη του κυριαρχεί μονάχα ένας σκοπός, η επιβίωση, η επιστροφή στην πατρίδα.

Αλλά η κόρη είναι πολύ όμορφη! Έτσι εδώ ο Όμηρος βάζει τον Οδυσσέα να ξεχνάει προς στιγμή τους καημούς του για να χαρεί το θαύμα αυτό που του θάμπωσε τα μάτια. Ο Όμηρος βέβαια δεν λέει τίποτε για την ομορφιά της εκτός μόνο ότι είναι λευκώλενος, δηλαδή έχει λευκούς βραχίονες, κάτι που φαίνεται ότι ήταν τότε στοιχείο ομορφιάς. Ο ποιητής ποτέ δεν μιλά ρητά για την ομορφιά της γυναίκας – ούτε ακόμη για την ωραία Ελένη – αλλά προτιμάει να κεντρίσει τη φαντασία μας, για να την πλάσει όπως αυτή θέλει.

Ο έμπειρος ήρωας ξέρει πώς να αρχίσει το διάλογο με μια άγνωστη κοπελίτσα: αναρωτιέται αν αντικρύζει μια θέα, που παρατώντας τον Όλυμπο καταδέχθηκε να παρουσιαστεί μπροστά του, για να γαληνέψει την τόσο ταραγμένη του ψυχή. Την παρομοιάζει με ένα νέο βλαστάρι φοίνικα που είδε κάποτε στη Δήλο, τις διηγείται με λίγες λέξεις τις συμφορές του και μετά μακαρίζει εκείνον τον ευτυχισμένο που θα ζήσει μαζί της…

Η Ναυσικά, παρότι μικρή, δεν φοβήθηκε τον Οδυσσέα. Να υποθέσουμε ότι ίσως η μέχρι εκείνη την ώρα εμφάνιση του Οδυσσέα δεν την εντυπωσιάζει; Του απαντά σταθερά ποια είναι και καλεί τις δούλες της να φροντίσουν τον δύστυχο ξένο. Ο Οδυσσέας λούζεται και ομορφοπλασμένος πια από την Αθηνά παρουσιάζεται μπροστά στη Ναυσικά. Τώρα εκείνη τον ερωτεύεται αμέσως και λέει στις συντρόφισσές της ότι θα τον ήθελε για άντρα της. Δεν ξέρουμε αν ο Οδυσσέας τα άκουσε αυτά. Ήταν νηστικός και είχε αρχίσει να τρώει αυτά που του πρόσφεραν.

Η σκηνή της συνάντησης του Οδυσσέα με τη Ναυσικά διαμορφώνεται πάνω σε ένα αντιθετικό σχήμα, τουλάχιστον φαινομενικά. Ο Οδυσσέας είναι ένας ναυαγός, χωρίς ρούχα, γεμάτος από σκληρές εμπειρίες πολέμων, καταστροφών, αίματος, πάλης με τη φύση, πεινασμένος, ρυτιδωμένος από τις μακροχρόνιες περιπέτειες. Η Ναυσικά είναι μια παιδούλα άπειρη, ξένη προς τις κακουχίες της ζωής, ντυμένη βασιλικά, όμορφη σαν βλαστάρι. Όμως κάτω από αυτή την αντίθεση κρύβεται ένας κοινός παρανομαστής: η ευγένεια, η καλοσύνη της ψυχής. Ο ικετευτικός λόγος του Οδυσσέα, σωστά οργανωμένος καθώς είναι, βρίσκει εύκολα τον δρόμο της ψυχικής προσπέλασης.

Η Ναυσικά είναι από τις πιο ευγενικές γυναικείες μορφές μέσα στα ομηρικά έπη. Με την παρθενική ομορφιά του σώματος και της ψυχής υψώθηκε σε σύμβολο κάλλους και αγνότητας. Φιλόξενη και στοργική δέχθηκε τον ξένο, τον στήριξε ηθικά, του δήλωσε ότι θα βρει στο νησί κάθε συμπαράσταση. Με λεπτά συναισθήματα, μα και σύνεση οπλισμένη, σκιρτά στο αντίκρυσμα της θείας ομορφιάς του Οδυσσέα.

Πρέπει να επισημάνουμε την τρυφερότητα και την ευγένεια της συμπεριφοράς του έμπειρου άντρα προς τη νέα γυναίκα. Στο βάθος της συμπεριφοράς αυτής διαφαίνεται ο αληθινός εσωτερικός πολιτισμός, η περιγραφή του οποίου είναι τόσο ωραία, όσο και η ομορφιά του κήπου ή η μεγαλοπρέπεια των ανακτόρων Αλκίνοου. Η βαθιά ηθικότητα, την οποία περιγράφει αυτή η σκηνή, είναι δημιούργημα της παιδαγωγικής επίδρασης που άσκησε η γυναίκα επάνω σε μια αυστηρή και πολεμική αντρική κοινωνία.

Ο Οδυσσέας είναι βέβαια ένας ομηρικός ήρωας. Αλλά στο περιστατικό της συνάντησής του με τη Ναυσικά παρουσιάζεται, ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα, η ανθρώπινη και όχι η ηρωική του υπόσταση. Απέναντι στον γεροδεμένο και πολύπειρο σαραντάρη ο Όμηρος πλάθει μια δεκαεξάχρονη κοπελίτσα, από βασιλική γενιά και πανέμορφη. Αυτή η αντίθεση στην ηλικία, συνδυασμένη με το γεγονός ότι ο έρωτας έμεινες μετέωρος, είναι αυτή που δίνει τραγική υφή στο θέμα.

[58] Μετά από λίγο η Ναυσικά μετανιώνει που τόσο γρήγορα εξωτερίκευσε τις σκέψεις της. Έτσι ανεβαίνει στο αμάξι της και παρακινεί τον Οδυσσέα να την ακολουθήσει ως έξω από την πόλη. Φοβάται για την υπόληψή της. Αν την δουν οι Φαίακες να την συνοδεύει θα την κακολογήσουν. Θα νιώσει ντροπή. Η ερωτική σπίθα άναψε μέσα της, αναμφίβολα, αλλά η φορά των πραγμάτων και η τιμή έδωσαν άλλες λύσεις.

Όταν ο Οδυσσέας φθάνει στο παλάτι, συναντά τον Αλκίνοο. Γνωρίζουμε τώρα την οικογένεια των Φαιάκων. Ο βασιλιάς Αλκίνοος και η βασίλισσα Αρήτη έχουν πέντε αγόρια και ένα κορίτσι, θυμίζοντας τόσο γλαφυρά το δημοτικό τραγούδι για τη μονάκριβη κόρη που περιβάλλεται από πολλούς αδερφούς. Κύτταρο της κοινωνίας είναι η οικογένεια – μη ξεχνάμε ότι στον κόσμο του Ομήρου δεν υπάρχουν εργένηδες!

Συγχρόνως ο Όμηρος δράττεται της ευκαιρίας να μας δώσει μια περιγραφή της πολιτείας των Φαιάκων και του ανακτόρου του Αλκίνοου που δεν μοιάζουν με κανένα άλλο οίκημα στη Φαιακία. Το ανάκτορο περιελάμβανε τον λαμπροσκάλιστο κοιτώνα, όπου κοιμόταν η Ναυσικά, με λαμπερά θυρόφυλλα, ίσως επειδή ήταν επενδεδυμένα με χαλκό. Στη μεγάλη αίθουσα, πιθανώς στο «μέγαρο», υπήρχε «εσχάρα», δηλαδή κεντρική εστία, χαρακτηριστικό των μυκηναϊκών ανακτόρων αλλά και των κατοπινών ελληνικών. Μάλιστα η εστία περιβαλλόταν από κίονες, ενώ κοντά  υπήρχε και ο θρόνος του Αλκίνοου, εικόνα που θυμίζει πολύ το σχέδιο των μυκηναϊκών ανακτόρων της Τίρυνθας, των Μυκηνών και της Πύλου. Το ανάκτορο του Αλκίνοου φανερώνει ένα συσσωρευμένο πλούτο άγνωστο στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, αφού ακόμη και τον Οδυσσέα, έναν βασιλιά, τον θάμπωσε: χάλκινο κατώφλι, χάλκινοι τοίχοι, μαλαματένιες πόρτες, ασημένιες παραστάδες, διαζώματα από λαζουρίτη λίθο, υπέρθυρα ασημένια, λαβές στις πόρτες από καθαρό μάλαμα, χρυσά και ασημένια σκυλιά έργα του Ηφαίστου. Από το ναυπηγείο έβγαιναν τα περήφανα καράβια που έτρεχαν στη θάλασσα γρήγορα σαν πουλιά, δίχως καν πηδάλιο, όμοια με το «μαγικό» πλοίο που θα φέρει τον Οδυσσέα στην Ιθάκη.

Ο Αλκίνοος δεν κρύβει την επιθυμία του να γίνει γαμπρός του ο ξένος και να μείνει μαζί τους. Προσθέτει όμως ότι δεν θα τον κρατήσει εδώ αν δεν το θέλει και του λέει με ποιον τρόπο μπορεί να τον στείλει στην πατρίδα του. Ο Οδυσσέας δέχεται την πρόταση να τον πάνε οι Φαίακες στην Ιθάκη, απορρίπτοντας έτσι σιωπηρά την πρόταση γάμου. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας παίρνει άλλο ένα λουτρό και πηγαίνει στο τραπέζι του Αλκίνοου, όπου σε λίγο θα αποκαλύψει ποιος είναι και θα αφηγηθεί τις έως τότε περιπέτειές του.

Η Ναυσικά τι έγινε; Ξεχάστηκε; Μετά το τέλος του δείπνου, ξαφνικά η εμφανίζεται μπροστά στον Οδυσσέα, στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας των ανδρών. Θέλει να αποχαιρετήσει τον ξένο.

Ο αποχαιρετισμός είναι ανυπέρβλητα λιτός. Η Ναυσικά ακουμπά στον παραστάτη της αίθουσας, κοιτάζει με ολάνοιχτα μάτια τον Οδυσσέα και του λέει μόνο δύο λόγια:

«Γεια σου ξένε, κι όταν κάποτε θάσαι στην πατρίδα σου να με θυμάσαι, γιατί σε μένα πρώτη χρωστάς τη ζωή σου».

Ο Οδυσσέας δεν λέει και αυτός πολλά:

«Κι εκεί θα προσεύχομαι σε σένα σαν θεά, πάντα, όλες τις μέρες· γιατί εσύ με ανάστησες, κόρη».

Ότι η Ναυσικά έχει ερωτευθεί βαθύτατα τον Οδυσσέα νομίζω ότι είναι προφανές. Το μόνο όμως που μπορεί να του πει αποχαιρετώντας τον είναι να την θυμάται. Ξέρει πως ο ξένος φεύγει για πάντα και πως η μόνη της ελπίδα είναι να μην την ξεχάσει. Και αυτήν ακριβώς την ελπίδα θέλει να τη μεταμορφώσει σε βεβαιότητα, ζητώντας του να την θυμάται. Για άλλη μια φορά ο Όμηρος τοποθετεί τη μνήμη και τη θύμηση ως θεμελιώδες και κορυφαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.

Αλλά θα με ρωτήσετε ίσως: ο Οδυσσέας ένιωσε άραγε έρωτα για την Ναυσικά, ή πέρασε δίπλα της ασυγκίνητος; Τυπικά ο βασιλιάς της Ιθάκης ούτε με τα λόγια του αλλά ούτε και με τις πράξεις του δείχνει να έχει ερωτευθεί τη βασιλοπούλα. Η ηλικία και η ωριμότητά του, η γνώση του για την ανθρώπινη συμπεριφορά, του επιβάλουν να κρατιέται άψογος.

Ωστόσο, αν προσέξουμε κάποιες λεπτομέρειες στις αντιδράσεις του, τότε θα διαπιστώσουμε ότι με δυσκολία κρύβει τα συναισθήματά του. Οι δύο αναφορές του στον γάμο της Ναυσικάς, όταν της μιλάει για πρώτη φορά, η δήλωση ότι έπειτα από τόσες συμφορές σ’ αυτήν φθάνει πρώτη, μπορούν πράγματι να θεωρηθούν μόνο ως απλά καλοπιάσματα για καλή υποδοχή; Την λέξη πρώτη την πρόσεξε τόσο πολύ η Ναυσικά, ώστε του την ξαναλέει αργότερα στον αποχαιρετισμό τους.

Επίσης από την εξοχή ως την πόλη ο Οδυσσέας βαδίζει δίπλα σε μια συντροφιά κοριτσιών, και όμως αυτός που μπορεί να διηγείται ασταμάτητα περιπέτειες, δεν ανοίγει το στόμα του. Γιατί πρέπει να υποθέσουμε ότι τον βασανίζει η αβεβαιότητα της συνάντησής του με τους Φαίακες και όχι ότι τον έριξε στη συλλογή η παρουσία αυτής της κοπέλας δίπλα του με τις τόσο αυθόρμητες εκδηλώσεις της  προς αυτόν; Ακόμη ο Αλκίνοος θα του έκανε πρόταση γάμου – πριν μάλιστα να μάθει ποιος ήταν – αν δεν υποψιαζόταν αμοιβαία συμπάθεια των δύο;

Τέλος έχουμε την απάντηση του Οδυσσέα στον αποχαιρετισμό της Ναυσικάς, που δείχνει πόσο έντονη θα του είναι η ανάμνησή της. Αυτός δεν είναι αποχαιρετισμός δύο ανθρώπων που πέρασαν πλάι πλάι ανέραστοι. Είναι ο χωρισμός δύο ανθρώπων στους οποίους είναι διάχυτο το ερωτικό στοιχείο, αλλά, κλεισμένοι ο καθένας στον εαυτό του και συγκρατημένοι από ευπρέπεια, ξέρουν πως δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ.

Η Ναυσικά, παρά τις κάποιες εκρηκτικές στιγμές, παραμένει η σεμνή κοπέλα, που ξέρει, εξωτερικά τουλάχιστον, να συγκρατεί τις επιθυμίες της έστω και αν εσωτερικά την αναστατώνει ένα πρωτόγνωρο και ορμητικό συναίσθημα. Αν η πρωτοβουλία και οι εκδηλώσεις προέρχονταν από τον Οδυσσέα, ο μεγάλος αυτός ήρωας θα φαινόταν γελοίος.

Ποια είναι η πορεία και ποιο το τέλος της σχέσης ανάμεσα στον ώριμο άντρα, που είχε δοκιμάσει την πείρα της ζωής όσο κανένας άλλος, και στην κόρη των δεκαέξι χρόνων, που τίποτε ως τότε δεν της είχε ταράξει την αγνή φύση;  Ο πόθος της Ναυσικάς, ο άγνωστος αυτός άντρας να μείνει στο νησί της και να γίνει ταίρι της, δεν είναι να βγει αληθινός. Το ξέρει η ίδια. Ο όμορφος και δυνατός ξένος θα φύγει και δεν θα γυρίσει πίσω. Τον καμαρώνει ωστόσο, και το μόνο που του ζητά είναι να την θυμάται. Και ο Οδυσσέας; Γίνεται ο πολύπειρος άνδρας να μην έχει διαβάσει στα μάτια της κόρης το μυστικό της; Γίνεται, ο εκφραστής της πολύτροπης νόησης, βλέποντας τόση ομορφιά, να μείνει ασυγκίνητος, κι ακόμη να μην καταλάβει την ψυχή της, πόση ομορφιά και δροσιά έκλεινε κι αυτή;

Όμως ο κύριος σκοπός του ποιητή είναι φανερός: πλάι στην πίστη της Πηνελόπης θέλει να τονίσει την πίστη του Οδυσσέα. Ο ήρωας μένει πιστός στη θύμηση της γυναίκας του, όσο και αν έχουν ήδη προσπαθήσει δύο θεές, η Κίρκη και η Καλυψώ, να τον κρατήσουν για άντρα τους. Στερνή αλλά όχι μικρότερη δοκιμασία του Οδυσσέα θα σταθεί και η συνάντησή του με τη βασιλοπούλα των Φαιάκων, την παρθενική κόρη με την τόση δροσιά και χάρη. Κι όμως και από αυτή τη δοκιμασία θα βγει ο ήρωας νικητής.

Ο Όμηρος σκιαγραφεί με αυτόν τον αψεγάδιαστο τρόπο το ήθος του Οδυσσέα σε μια τόσο τρυφερή ερωτική ιστορία. Ο Οδυσσέας είναι άνθρωπος αλλά πάνω από όλα είναι ομηρικός ήρωας και δεν εκμεταλλεύεται ευκαιρίες από θέση ισχύος. Επιπλέον ο Όμηρος δεν είναι λ.χ. ένας άλλος Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ (θυμίζω τον συγγραφέα του έργου «Γέλιο στο σκοτάδι») να πλάσει τον ήρωά του σαν τον βερολινέζο Αλμπίνους, τον πλούσιο, αξιοσέβαστο και ευτυχισμένο άνθρωπο που καταστρέφεται όταν εγκαταλείπει την ωραία σύζυγό του για χάρη μιας νεαρής ερωμένης. Ο Όμηρος είναι ο ποιητής του έπους και περιγράφει μια εποχή στην οποία ύψιστη σημασία για τον ήρωα είναι η τιμή και η δυνατότητα να υπάρχει ως ιστορικό πρόσωπο. Ο ποιητής δεν επιθυμεί – δεν θα μπορούσε άλλωστε – να εκσφενδονίσει τον ακροατή (τότε) ή τον αναγνώστη (σήμερα) στον ωμό απολογισμό του ερωτικού εξευτελισμού και της ταπείνωσης. Ο ομηρικός Οδυσσέας δεν είναι ένας αυτοκαταστροφικός ήρωας για να γίνει έρμαιο της μοίρας, ακόμη και αν αυτή ενσαρκώνεται στο πρόσωπο μιας αγνής ερωτευμένης κοπέλας. Από την άλλη η Πηνελόπη, εκτός του ότι ο Οδυσσέας την θεωρεί πάντα πολύ ελκυστική, έχει πάντα ξεχωριστή θέση στο μυαλό του, καθώς ταυτίζεται με την πατρίδα του, ως μητέρα του γιου του και δέσποινα του οίκου του. Ο Πηνελόπη είναι ο κόσμος του.

Ο Οδυσσέας αφήνει τη Σχερία και τη Ναυσικά. Ένα μαγικό πλοίο που πετάει, χωρίς κωπηλάτες και κουπιά, τον μεταφέρει πίσω στον πραγματικό χώρο: στην Ιθάκη. Είναι τώρα αυτό το μαγικό πλοίο που λειτουργεί ως «πύλη εξόδου» από τον φανταστικό προς στον πραγματικό, ιστορικό χώρο.

Οι Φαίακες αποθέτουν τον αποκομισμένο Οδυσσέα στην παραλία και αποχωρούν αλλά όχι χωρίς τιμωρία. Το καράβι λίγο πριν πιάσει στο λιμάνι της Σχερίας, γίνεται αντιληπτό από τον Ποσειδώνα, που, μανιασμένος, χτυπά με την τρίαινά του το πλοίο και το πετρώνει με μιας. Οι σημερινοί κάτοικοι της Παλαιοκαστρίτσας, στην Κέρκυρα, λένε για τον θαλασσόβραχο, που είναι στα ανοιχτά της θάλασσας, πως πρόκειται στην ουσία για το πλοίο των Φαιάκων που έφερε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη.

Ο Οδυσσέας κείται λοιπόν αποκοιμισμένος – για άλλη μία φορά – στην παραλία της Ιθάκης. Αγαπητοί φίλοι καταλαβαίνω την κατάπληξή σας. Θα αναρωτιέστε πάλι: μα καλά, ο Οδυσσέας μετά από είκοσι χρόνια φθάνει στην πατρίδα του, που ήταν ο υπέρτατος σκοπός του, το όνειρό του, και δεν μπορεί να μείνει ξάγρυπνος να αντικρύσει τον πολυπόθητο καπνό πάνω από την εστία του οίκου του; Αντί για αυτό πέφτει και κοιμάται; Γνωρίζει ο ίδιος ο Οδυσσέας ότι όσες φορές τον πήρε ύπνος, είχε προβλήματα, αν ίσως εξαιρεθεί ο ύπνος του στην παραλία της Σχερίας. Ύστερα, ο στερνός ύπνος να σιμώνει με καράβι ξενικό στην πατρίδα του, φορτωμένο κιόλας με θησαυρό, φαίνεται αστόχαστος για ήρωα τόσο έξυπνο και πονηρό. Το πιο παράξενο όμως από όλα είναι ότι δύο φορές, μία ο Αλκίνοος και μία η Αρήτη, λένε στον Οδυσσέα πως ταξιδεύοντας για την πατρίδα του θα είναι παραδομένος στον ύπνο. Αλλά, όπως έχει λεχθεί, ένας ύπνος που οι άλλοι ξέρουν από πριν ότι θα συμβεί είναι φανερά ύπνος ιεροτυπικός.

Ο ιεροτυπικός χαρακτήρας του ύπνου αυτού και του προηγούμενου κατά την άφιξή του στη Σχερία, βεβαιώνεται και από τα κοινά τους στοιχεία. Και οι δύο γίνονται κοντά σε μια ελιά: ο πρώτος, στη Σχερία, κάτω από πλεγμένα κλαδιά αγριελιάς και ο δεύτερος, στην Ιθάκη, στον κόρφο μιας ελιάς. Και το ξύπνημα του ήρωα και από τους δύο ακολουθεί η εμφάνιση (η επιφάνεια) της θεάς Αθηνάς, της προστάτιδάς του. Το πιο χαρακτηριστικό τους όμως είναι πως και οι δυο τους γίνονται σε μια ακρογιαλιά και δίπλα σε τρεχούμενα νερά. Ο πρώτος στο στόμα του ποταμού και ο δεύτερος σε τρεχούμενα νερά, πλάι στο άντρο των Νυμφών. Οι ακροποταμιές, οι κόρφοι, τα σπήλαια θεωρούνταν στην αρχαιότητα οι μήτρες της Γης. Και το κατέβασμα τη νύχτα σε ακροποταμιά ή ακρογιαλιά και ένας ύπνος εκεί είναι στοιχείο των αρχαίων Μυητικών Τελετουργιών του Αιγαίου.

Κοντά σ’ αυτήν τη διαπίστωση, από παλιά έχει παρατηρηθεί ότι η πολιτεία των Φαιάκων έχει θέση «Παραδείσου» στην Οδύσσεια. Είναι άραγε το ταξίδι εκεί του ήρωα είναι παράπλασμα της περιπέτειας ενός λησμονημένου θνήσκοντος θεού; Πιθανόν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι δύο ύπνοι πλαισιώνουν την περιπλανητική περιπέτεια του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας. Και ο έσχατος ύπνος συμβολίζει φανερά την Ανάσταση και την Αναγέννησή του στον πραγματικό κόσμο, στην Ιθάκη. Συμβολίζει την επιστροφή του. Ο ήρωάς μας Αναχώρησε και πήγε στον Άλλο Κόσμο, αναμετρήθηκε με όλα τα νοσηρά πλάσματα της συνειδητότητας και τώρα πια επιστρέφει θνητός αλλά νικητής. Επιστρέφει Αναστημένος.

Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!


Διάλεξη στο Λύκειο Ελλήνων Ραφήνας, 28/1/2018.